Μήπως είσαι κι εσύ ένας απ’ αυτούς που όταν πας να ανοίξεις την πόρτα σου για να φύγεις απ’ το σπίτι, ρίχνεις μια ματιά απ’ την κλειδαρότρυπα για να αποφύγεις τους γείτονες;

Τους θυμάσαι από τότε που ήσουν παιδί. Γνωρίζεις τις ώρες που γυρνάνε απ’ τη δουλειά, γνωρίζεις τις προτιμήσεις τους στη μουσική, ακόμα και τα αγαπημένα τους φαγητά, αφού κάθε φορά που μαγειρεύουν οι μυρωδιές τους σου σπάνε τη μύτη. Ναι, είναι οι λατρεμένοι σου γείτονες.

Πέρα απ’ το ότι μοιράζεστε την ίδια γειτονιά, υπάρχουν κι εκείνες οι αδιάκριτες φορές που μοιράζεστε κομμάτια απ’ τη ζωή σας. Κάποιος γείτονας τσακώνεται με κάποιο πρόσωπο, έναν φίλο, έναν συγγενή, ένα αμόρε. Θέλει-δε θέλει, σε κάνει ακουστικό μάρτυρα στα παράπονα και τις διαφωνίες του, θεατή στα νεύρα του, αφού οι φωνές του έρχονται ως το διαμέρισμά σου. Αμέτρητες κι οι φορές που αυτοβούλως έτρεξες στο μπαλκόνι σου για να ακούσεις καλύτερα τον τσακωμό τους. Απλή, ανθρώπινη, περιέργεια, θα το έλεγες, κι ας μιλούν οι κακές γλώσσες για κουτσομπολιό.

Υπάρχουν κι εκείνοι οι γείτονες, οι ήσυχοι και πάντα συμπαθέστατοι, που σε κάθε επιστροφή σου απ’ τη δουλειά ή τη βόλτα τους ρίχνεις ένα πλατύ χαμόγελο. Είναι κι η διπλανή σου, που η αγάπη της για τα λουλούδια έφτασε στο μπαλκόνι σου και χωρίς να το καταλάβεις σου στόλισε και το δικό σου τοιχαλάκι με ένα όμορφο νυχτολούλουδο, που σε συντροφεύει τα βράδια.

Φυσικά έχεις και τη φιλόζωη γειτόνισσα, που δεν έχει αφήσει ατάιστη καμία αδέσποτη ψυχή, μάλιστα τους έχει δώσει κι ονόματα. Αδυναμία της οι γάτες, την ακούς να τις καλεί κι ενώ σκέφτεσαι «τι γλυκό», ανησυχείς μην την ακούσει ο ξινός από απέναντι, που δε χωνεύει (ούτε) τα ζώα και θα αρχίσει πάλι τις φωνές για τα μπολάκια με την ξηρά τροφή και το νερό, που εκείνη άφησε στον δρόμο.

Μην ξεχάσω τη γλυκύτατη εκείνη ηλικιωμένη κυρία, που σε έχει πρήξει με τις προκαταλήψεις της για το κακό το μάτι. Τη βλέπεις κάθε πρωί να λιβανίζει το σπίτι της, αμέ, κι έπειτα παίρνει θέση στο παράθυρο, να παραμονεύει ενοίκους και περαστικούς. Είναι η κυρία που γνωρίζει τα πάντα. Κάθε φορά που τη συναντάς έχει να σου πει και κάποιο καινούργιο κουτσομπολιό. Είναι ικανή να σε σταματήσει για να συζητάει στη μέση του δρόμου για κάποιο τηλεοπτικό πρόσωπο που την απασχολεί εκείνο το διάστημα. Καμία σωτηρία, σκέφτεσαι. Δείχνεις συμπόνια, κάνεις υπομονή και περιμένεις να τελειώσει την πάρλα και να τρέξεις σπίτι σου.

Έφτασες. Είσαι μέσα. Βγάζεις τα παπούτσια σου και τρέχεις να ξαπλώσεις για λίγο στο κρεβάτι σου. Αδύνατον. Δεν υπάρχει περίπτωση να κλείσεις μάτι. Ο ήχος απ’ το τάβλι που παίζει ο κύριος Πέτρος απ’ το πίσω μπαλκόνι δεν πρόκειται να σε αφήσει σε ησυχία. Το έχεις συνηθίσει, όμως. Ίσως ο ήχος απ’ το τάβλι του να σου θυμίζει ότι είσαι σπίτι. Αγαπάς όλους τους ήχους της γειτονιάς σου. Έχουνε γίνει συντροφιά σου.

Κι είναι κι εκείνες οι φορές που πας να ανοίξεις, ανυποψίαστα, την πόρτα να βγεις απ’ το σπίτι κι ακούς δύο γείτονες από την πολυκατοικία σου να συζητάνε. Δε θες να μπλέξεις πάλι σε τυπικές κουβέντες. Oκ. Θα περιμένεις να φύγουν κι έπειτα θα βγεις. Στέκεσαι με τα κλειδιά στο χέρι και την τσάντα στον ώμο. Φύγανε. Βγαίνεις βιαστικά, σαν να μην τρέχει κάστανο, και μπαίνεις στο αμάξι. Ακριβώς δίπλα απ’ το αμάξι σου, που είναι σταθμευμένο, περνάει ένα φλύαρο γειτονάκι σου και ξαφνικά κάνεις ότι ψάχνεις ένα cd σου που έπεσε μες στο αμάξι. Σηκώνεσαι όταν το πεδίο είναι πια ελεύθερο, βάζεις μπροστά τη μηχανή και φεύγεις.

Φαντάσου πόσο χρόνο θα έχανες και πόσο θα αργούσες να πας στο ραντεβού σου, αν καθόσουν μιλήσεις και να συζητήσετε για ό,τι θέμα θα θέλανε να αναπτύξουν εκείνη την ώρα που σε τσάκωσαν να βγαίνεις απ’ το σπίτι, κι άντε μετά να έπιανες ψιλή κουβεντούλα και με τον άλλον, που σχεδόν πέτυχες στην είσοδο. «Τι κάνει η μητέρα σου; Δεν τη βλέπω συχνά.», «Πότε θα παντρευτείς;», «Τώρα πού δουλεύεις;» κι άλλα τέτοια διακριτικά. Κλασική ερώτηση, επίσης, αν είσαι νέος στη γειτονιά: «Τίνος είσαι εσύ, παιδί μου;».

Αδιανόητες οι στιγμές που γυρνάς ξημερώματα από κάποια έξοδό σου και τους βλέπεις με τα μάτια καρφωμένα. Για να μην αναφερθούμε στις πιπεράτες βραδιές που οι κραυγές σου έφτασαν στα αφτιά των δίπλα, των από πάνω και των από κάτω. «Τι ντροπή!» σκέφτεσαι. Δε θα βγεις ποτέ ξανά απ’ το σπίτι. Η γειτονιά είναι ένα πεδίο αναφοράς, σαν να ‘σαι αναγκασμένος να βάζεις κάθε μέρα status στο facebook. Για να μη μιλήσουμε για τους γείτονες που έχουμε δεχτεί στη λίστα φίλων μας στα social media. Όλοι έχουμε κάνει αυτό το λάθος.

Λίγο η έλλειψη χρόνου, ίσως και κοινωνικότητας, λίγο η συχνή τάση τους για ανάκριση, λίγο η αμηχανία που προκαλεί η συνειδητοποίηση πως ξέρουν τόσα πολλά για την προσωπική μας ζωή, χωρίς να ‘χουμε επιλέξει να τα μοιραστούμε μαζί τους, υπάρχουν τόσοι πολλοί λόγοι να παίζεις κρυφτό μαζί τους.  Θα μπορούσες, όμως, να ξεπεράσεις αυτή τη φοβία σου και να ανατρέψεις το παιχνίδι. Για φαντάσου να κρύβονται εκείνοι κάθε φορά που σε βλέπουν;

Υ.Γ. Όσοι γείτονες διαβάζετε αυτό το άρθρο, να ξέρετε πως σας αγαπώ πολύ -ξέρω πως είστε κι αναγνώστες του pillowfights!

 

Συντάκτης: Ρόμυ Βασιλειάδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη