Για να φτάσει κανείς στο απόγειο της σοφίας και της εμπειρίας πρέπει πρώτα να περάσει από τα σαράντα κύματα. Έτσι είναι. Πονάμε, κλαίμε, πέφτουμε στα πατώματα, πληγωνόμαστε και καταριόμαστε την ώρα και τη στιγμή που έτυχε σε εμάς αυτό, κάνοντας καραμέλα το κλασικό «γιατί σε εμένα;». Κι η ίδια ιστορία επαναλαμβάνεται συνήθως με παρόμοια συχνότητα και με την ίδια κατάληξη.

Περνούν άνθρωποι απ’ τις ζωές μας, αφήνουν το στίγμα τους, ο καθένας με τον τρόπο του, ίσα-ίσα να μας δημιουργήσουν προσδοκίες ότι αυτοί θα ‘ναι διαφορετικοί κι ότι πραγματικά βρήκαμε την αδελφή ψυχή μας ή το άλλο μας μισό, κι ότι τίποτα δεν μπορεί να ταράξει αυτό το υπέροχο συναίσθημα που νιώθουμε όταν μιλάμε σε αυτούς, όταν κοιτάζουμε το βλέμμα με το οποίο μας κοιτάζουν και μας ποτίζουν με τη σιγουριά ότι είναι όντως παρόντες και διατεθειμένοι να μας ακούν επ’ αόριστον.

Αναφέρομαι παράλληλα και σε ‘κείνη τη στιγμή που για κάποιο λόγο θα έβαζες το χέρι σου στη φωτιά ότι αξίζουν πράγματι την εμπιστοσύνη σου κι επειδή απλά σου προσέφεραν κάτι (που γι’ αυτούς ίσως και να ‘ναι ασήμαντο), εσύ επιλέγεις να τους προσφέρεις ως αντάλλαγμα ό,τι πιο σημαντικό έχεις: ένα κομμάτι του εαυτού σου, γεμάτο με τσιρότα, σημάδια κι ουλές, που ακόμα όμως το θρέφει η ελπίδα ότι ίσως αυτό το πρόσωπο που έχεις μπροστά σου, εκείνη τη στιγμή, μπορεί να φέρει ίαση σε ό,τι σε στιγμάτισε αρνητικά, δίνοντάς σου το φάρμακο που λέγεται «κατανόηση, εχεμύθεια και σεβασμός».

Αρκεί, όμως, μία στιγμή για να σκάσει εκείνη η καλοσχηματισμένη φούσκα στην οποία είχες χωρέσει εκείνο το ιδανικό πρότυπο του ανθρώπου, που περισσότερο χαρακτηρίζεται τελικά από μεταφυσικές παρά από ρεαλιστικές ανθρώπινες ιδιότητες. Κι είναι τόσο δυνατός ο θόρυβος της έκρηξης, τόσο που νιώθεις όλα τα κομμάτια σου –που μέχρι πρότινος βρίσκονταν σε αναρρωτική φάση– να εκρήγνυνται μια και καλή, σαν μια χαριστική βολή που παίρνει παραμάζωμα κάθε ελπίδα, κάθε όνειρο, κάθε προοπτική κι επιθυμία. Νιώθεις τόσο μετέωρος που δεν ξέρεις από πού να πιαστείς, απ’ τους άλλους που την έχουν κοπανήσει με συνοπτικές διαδικασίες ή από τον εαυτό σου, που πλέον έχει χάσει κι αυτός την εμπιστοσύνη σου;

Οι επόμενες ώρες σε βρίσκουν, εν τέλει, κλεισμένο στο καβούκι, που είχες υποσχεθεί για πολλοστή φορά να το αφήσεις στην άκρη για όσους φοβούνται. Αυτή η πλήρης απουσία μιας στοιχειώδους άμυνας και μιας μικρής υπόνοιας να κρατήσεις κάτι για εσένα σε οδήγησαν στον εγκλεισμό, για ακόμη μια φορά, στα ενδότερα μπουντρούμια σου, σε εκείνη την αλήθεια που τρόμαζες να δεις, αφού επέλεγες εμμονικά να βλέπεις άνοιξη σε ένα τοπίο που έμπαζε χειμώνα από παντού.

Εν ολίγοις, γίνεσαι αυτό που λυπόσουν. Ένας άνθρωπος κλειστός κι επιφυλακτικός, που παίρνει ομπρέλα ακόμα και στη λιακάδα, γιατί υπάρχει εκείνη η πιθανότητα να ‘ρθει καταιγίδα -ακόμα κι αν αυτή η πιθανότητα είναι μηδενική. Αμφιβάλλεις για πράγματα για τα οποία κάποτε μιλούσες με περίσσια σιγουριά και χάρη. Ένα σηκωμένο φρύδι κι ένα δολοφονικό βλέμμα είναι αρκετά για να απομακρύνουν ανθρώπινες παρουσίες από δίπλα σου, που κάποτε ενδεχομένως να σε ενέπνεαν ώστε να γράψεις χαρούμενα κείμενα, να τραγουδήσεις, να γελάσεις, να κάνεις μια στροφή γύρω απ’ τον εαυτό σου και να σε καμαρώσεις. Πλέον, όσο κι αν θες να στραφείς στον εαυτό σου και να απομακρυνθείς από οτιδήποτε μπορεί, τελικά, να αποδειχτεί τοξικό, στην πραγματικότητα τον χάνεις ακόμα παραπάνω.

Αυτή η επακόλουθη αλλαγή που έχει προκύψει από κάποιες όχι και τόσο καλές συγκυρίες, ενώ εκ πρώτης όψεως έχει στόχο να σε προστατεύσει από κακόβουλες πηγές, χτίζοντας τείχη γερά κι απροσπέλαστα, η επίδραση που ασκεί πάνω σου είναι τόσο ισχυρή που μέρα με τη μέρα καταβάλλεσαι μέσα στο ίδιο σου το σώμα. Το ξέρεις κι ο ίδιος ότι περισσότερο χάνεις παρά κερδίζεις από όλο αυτό. Κερδίζεις μια υποτυπώδη ασφάλεια, αλλά χάνεις εκείνον τον αέρα που σε ωθούσε κάποτε να μάθεις, ακόμα και μέσα από αποτυχημένες σχέσεις, πώς έχει ο κόσμος, ώστε αργότερα με εφόδια πολύτιμα να μπορείς να περνάς από καταστάσεις και να σε αγγίζουν μόνο αυτές που πραγματικά θες κι εσύ να αγγίζεις.

Χάνεις την ευκαιρία να αποκτήσεις εκείνη την εμπειρία που θαυμάζεις στους μεγαλύτερους ανθρώπους, στη γιαγιά σου ή στον παππού σου. Κι ίσως στερείς κι απ’ τα μάτια των δικών σου απογόνων την ευκαιρία να γυαλίσουν από θαυμασμό αντίκρυ σε εσένα που, παρότι θα ‘σαι σκληροτράχηλος, θα ‘σαι ένας άνθρωπος με ευαισθησίες κι αυτό θα φαίνεται στο βλέμμα σου, που πλέον μετά από κουβάδες δάκρυα θα ‘ναι ήρεμο και γαλήνιο. Μα πάνω από όλα μη στερείς την ευκαιρία απ’ τον εαυτό σου να κάνει ένα βήμα παραπέρα. Κι ακόμα ένα. Κι ακόμα ένα. Πού ξέρεις; Μπορεί κάποια στιγμή να βρεθείς στον τερματισμό.

Ξεκίνα από σήμερα. Έχεις την ευκαιρία να βγεις πρώτος σε αυτόν τον αγώνα, κι αυτή είναι η μεγαλύτερη ηθική ικανοποίηση που μπορείς να αποκομίσεις απ’ τη ζωή: Να πέφτεις, αλλά να σηκώνεσαι απτόητος. Γιατί όλοι σε αυτόν τον δρόμο τρέχουμε. Αυτός που ξεχωρίζει είναι όχι αυτός που λιποτακτεί, αλλά αυτός που ακόμα κι αν χάσει αυτόν τον αγώνα, ξέρει πώς ο πόλεμος δεν έχει τελειώσει. Κι είναι ο πιο γλυκός πόλεμος αυτός ανάμεσα σε εσένα και στη ζωή.

Τι λες; Τι ώρα να περάσω να σε πάρω να πάμε για πόλεμο;

Συντάκτης: Φένια Βουδαντά
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη