Απόσπασμα απ’ τη σειρά “Mad Men”: «Ω, εννοείτε τον έρωτα, εννοείτε τη μεγάλη αστραπή στην καρδιά, όπου δεν μπορείτε να φάτε και δεν μπορείτε να εργαστείτε κι απλά τρέχετε και παντρεύεστε και κάνετε μωρά. Δεν υπάρχει. Αυτό που αποκαλείτε έρωτα εφευρέθηκε από ανθρώπους όπως εγώ για να πουλάμε νάιλον. Γεννηθήκατε μόνος σας και θα πεθάνετε μόνος. Αυτός ο κόσμος απλώς ρίχνει μια δέσμη κανόνων πάνω σας για να σας κάνει να ξεχάσετε αυτά τα γεγονότα. Δεν ξεχνώ, ζω σαν να μην υπάρχει αύριο, επειδή όντως δεν υπάρχει».

Αυτές οι τέσσερις γραμμές θα μπορούσαν κάλλιστα να αποτελούν το ευαγγέλιο των κυνικών με τον έρωτα. «Κυνισμός κι έρωτας», τι αδόκιμη έκφραση! Εννοιολογικά και μόνο να το δει κανείς, πώς γίνεται να είσαι συναισθηματικά κι ηθικά αναίσθητος (κυνικός) με ένα οποιοδήποτε συναίσθημα και πόσο μάλλον με τον έρωτα, το εντονότερο εξ αυτών;

Δεν γίνεται να κατηγορήσεις το σεναριογράφο της σειράς. Κατάφερε να αποδώσει μέσα σε λίγες γραμμές μια παγκόσμια τάση, μια πιο επίκαιρη από ποτέ τάξη πραγμάτων. Έρωτας, αγάπη, συντροφικότητα; Ενυπάρχουν στα όρια του φανταστικού, του ουτοπικού. Στον εικοστό πρώτο αιώνα, τον αιώνα της συναισθηματικής ευκολίας, τα πάντα πλέον μεταφράζονται σε χρήμα, προσωπικές φιλοδοξίες, κοινωνική ανέλιξη.

Γιατί να ερωτευτείς ενώ μπορείς να κάνεις απλά σεξ με έναν άγνωστο; Γιατί να ψάξεις το άλλο σου μισό ενώ υπάρχει το tinder να το κάνει για σένα; Άραγε, γεννιόμαστε μαλάκες ή στην πορεία γινόμαστε;

Συνειδητοποιείς σε τι κόσμο ζούμε; Απορρίπτουμε τον άλλον για να μη μας απορρίψει πρώτος. Πληγώνουμε τον άλλο για να μην πληγωθούμε εμείς. Και στο τέλος πεθαίνουμε πρώτοι για να μην πεθάνουμε μόνοι. Έχουμε μπερδέψει το ρεαλισμό με το κυνισμό, το σεξ με τον έρωτα και το «σ’ αγαπάω» με το «σε χρειάζομαι».

Κι όλα αυτά γιατί; Γιατί πολύ απλά φοβόμαστε (το αν μάθαμε ή γεννηθήκαμε έτσι είναι άλλη συζήτηση, όχι επί του παρόντος). Φοβόμαστε το θάνατο, τον συναισθηματικό κυρίως αλλά και τον σωματικό σε δεύτερη μοίρα. Όλες σου οι φοβίες, αν το καλοσκεφτείς και το αναλύσεις, ξεκινάνε από εκεί και καταλήγουν εκεί. Απ’ τις πιο μικρές, για παράδειγμα «φοβάμαι τις αράχνες». Γιατί τις φοβάμαι; Επειδή θα με τσιμπήσουν, θα πάθω κάτι κακό και θα πεθάνω. Μέχρι τις πιο μεγάλες, πχ «φοβάμαι να δεσμευθώ». Γιατί φοβάμαι να δεσμευθώ; Για να μην πληγωθώ, να μην πληγωθώ τόσο που συναισθηματικά θα έχω πεθάνει. Φοβόμαστε τόσο πολύ μην πεθάνουμε, με αποτέλεσμα να ξεχνάμε να ζούμε.

Αποτελεί το τέλειο άλλοθι. Φοράμε την τέλεια μάσκα μας και λοιδορούμε οτιδήποτε μπορεί να ταράξει τα ήσυχα νερά μας, όπως ο έρωτας. Ζούμε στην προσωπική ασφάλεια του «ξέρω τα πάντα και δε νιώθω τίποτα».

Για σένα μιλάω, φίλε κυνικέ εκεί έξω. Νομίζεις δεν ξέρω πως πληγώθηκες; Δεν ξέρω πως φοβάσαι; «Έρωτας και μαλακίες! Σιγά, μωρέ, ζούμε και χωρίς τον έρωτα!». Οι πιο συνηθισμένες σου κραυγές. Κραυγές απόγνωσης. Εγώ, όμως, δε θα σε αγνοήσω, έκατσα και σε άκουσα. Σειρά σου να με ακούσεις κι εσύ τώρα.

Αρχίζεις να νικάς το θάνατο όταν βρεις κάτι που θα πέθαινες γι’ αυτό. Αρχίζεις να ζεις όταν ερωτεύεσαι! Κοιτάς το φόβο κατάματα και τον ξεγελάς. Κάθε στιγμή με το ταίρι σου μοιάζει με στιγμή αθανασίας. Σε γεμίζει με μια κινητήρια δύναμη, ικανή να φέρεις τον κόσμο σου πάνω-κάτω. Γκρεμίζεις τείχη, παραβιάζεις κανόνες, ζεις έξω απ’ το κουτί. Η ακτινοβολία του έρωτά σου μπορεί να μην είναι ικανή να αλλάξει το κόσμο, είναι όμως ικανή να εμπνεύσει αυτούς που θα τον αλλάξουν, παραφράζοντας τα λόγια του αείμνηστου 2pac.

Μην προσπαθείς,  λοιπόν, να χωρέσεις τον έρωτα σε πλαίσια και καλούπια. Μην τον γειώνεις για να φτάσει στο επίπεδό σου. Φτάσε εσύ στο δικό του! Πέταξε! Κι αν τα φτερά αυτά είναι μπολιασμένα με όνειρα, ακόμη καλύτερα…

Συντάκτης: Γεώργιος-Κωνσταντίνος Ψύλλας
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη