«Και λοιπόν, τι είμαστε τελικά;»

Μάλλον φίλοι, εν δυνάμει εραστές, σίγουρα όχι άγνωστοι. Έτσι ξεκινάνε όλα, με αυτή την υπόθεση ή μάλλον καλύτερα, με αυτά τα δεδομένα κι αδιευκρίνιστα ζητούμενα. Πάντα ο ένας, με προθέσεις αγνές ή επιφανειακές, καθαρά σαρκικές. Ίσως κι οι δύο να έχουν τις ίδιες προθέσεις. Ίσως ακόμα και να καταφέρουν να μείνουν σταθερές κι από τις δύο πλευρές. Ξεκαθαρισμένα πράγματα. Σωστά;

Κουβέντα στην κουβέντα, οι ματιές που ανταλλάσσονταν και μέχρι τώρα έμοιαζαν συνηθισμένες, οριακά κενές, πλέον βγάζουν σπίθες, και το κάθε φιλί θυμίζει εικόνες από πυροτεχνήματα. Μάθατε τ’ αγαπημένα χρώματα, τα χόμπι, τους προβληματισμούς. Σε είδε να κλαις. Κι εσύ το ίδιο. Πλέον ξαπλώνετε στο ίδιο κρεβάτι για να κοιμηθείτε με τα χέρια σας μπλεγμένα. Το κάθε μήνυμα στο κινητό, συνοδεύει ένα χαζό χαμόγελο μπροστά από την οθόνη κι οι συναντήσεις από εβδομαδιαίες, γίνονται πλέον καθημερινές. Λες κι άλλαξε το συμβόλαιο. Κανείς δεν κάνει κουβέντα όμως για την ανανέωσή του. Δεν υπάρχει χρόνος γι’ αυτό. Αφήνεσαι κι όλα τα τείχη γκρεμίζονται αυτόματα. Ό,τι και να είναι, όπως και να λέγεται, το αφήνεις να σε καταβάλλει και το απολαμβάνεις όσο γίνεται.

 

 

Μάλλον εραστές, εν δυνάμει φίλοι, σίγουρα όχι άγνωστοι. Ο ενθουσιασμός μεταμορφώνεται σε έρωτα, όπως η κάμπια σε πεταλούδα, με ρυθμούς ανεξέλεγκτους. Η συνήθεια έγινε πλέον ανάγκη και το μόνο που θες είναι να μιλάς γι’ αυτό. Τι να πεις όμως; Σε ρωτούν, «τι είστε τελικά;». Έλα ντε. Παλιά δεν είχε περάσει καν σαν ιδέα να βάλεις ταμπέλα, δε σε ενδιέφερε. Το τυφλό σύστημα που μέχρι τώρα σε κάλυπτε, σε χτυπάει σαν πυγμάχος στον πρώτο του αγώνα, γεμάτος όρεξη ν’ αποδείξει ότι είναι ήδη ο καλύτερος. Ήταν το πρώτο που άλλαξε. Ψάχνεις μανιωδώς να ορίσεις το αόριστο, ελπίζοντας να καθησυχάσεις κάπως τον εαυτό σου, χωρίς να καταλαβαίνεις ότι αυτό ακριβώς τον δηλητηριάζει.

Ο περίγυρός σου, οι φίλοι σου, είναι οι αυτοί που θα σου δώσουν το πρώτο φιαλίδιο, την πρώτη δόση. Όσο σε ρωτάνε, τόσο δεν τους απαντάς. Ο έρωτας τώρα μεταμορφώνεται σε αμφιβολία. Ξεκινάς να πνίγεσαι σ’ έναν ωκεανό από ανασφάλειες. Πώς πνίγεται κανείς παρατεταμένα; Νόμιζες πως αυτό παίρνει μια στιγμή. Ξεχνάς να κολυμπάς κι απλώς μένεις εκεί, να ουρλιάζεις βουβά. Δεν ξέρεις ότι αυτό είναι μονόδρομος προς την καταστροφή;

Οι ερωτήσεις πληθαίνουν και κουράζουν. Κι εσένα και τον άνθρωπο που μέχρι πριν μια εβδομάδα το μόνο που σας ενδιέφερε ήταν το τι νέο θα ανακαλύψετε μαζί. Ο χώρος που είχατε φυλάξει για στιγμές, εμπειρίες κι έρωτες, καταλήφθηκε από καβγάδες κι εντάσεις. Επικρατεί μόνο πίεση και άγχος. Και γιατί; Για το τι θα πουν οι άλλοι. Να φανεί πως έχεις τον έλεγχο της κατάστασης, ότι ξέρεις τι σου γίνεται. Δεν υπάρχει αυτό. Στον έρωτα, δεν πρέπει να ξέρεις τι σου γίνεται. Απομακρύνεστε και το κινητό παύει να χτυπάει όπως χτυπούσε. Το «τι θα κάνουμε σήμερα;» έδωσε τη θέση του στο «τι θα κάνεις εσύ;». Κι έρχεται η μέρα που η καληνύχτα θα είναι κι η τελευταία σας. Κουραστήκατε πια -και το πιο τραγικό- κουραστήκατε για τους άλλους, τους τρίτους που δεν είχαν ποτέ ιδέα γι’ αυτό που σας ένωνε.

Μάλλον φίλοι, εν δυνάμει άγνωστοι, σίγουρα όχι εραστές. Παλεύεις να σώσεις έστω και τα τυπικά. Ό,τι και να συνέβη, η ανάγκη παραμένει. Αυτή η εξάρτηση που έχεις για ό,τι θυμίζει τις στιγμές. Εικόνες, ήχοι, μυρωδιές, διαδρομές που κάνατε χέρι χέρι. Και βαράς το κεφάλι σου σε κάθε τοίχο στην προσπάθεια ν’ απαντήσεις ένα μονάχα ερώτημα. «Πώς καταντήσαμε έτσι;». Ποια ήταν η στιγμή εκείνη που η κάθε απόλαυση σκεπάστηκε από ανασφάλεια; Κάπου σκέφτεσαι αν προσπάθησες πραγματικά να το αποτρέψεις ή αν απλώς την άφησες να σας απορροφήσει. Για το μόνο που προσπάθησες, ήταν να δώσεις μια ολοκληρωμένη ερμηνεία της όποιας σχέσης σας ένωνε, στους άλλους. Τώρα οι άλλοι είναι ευχαριστημένοι, εντάξει; Μάθανε; καταλάβανε τι είστε; Είναι αργά τώρα. Δεν είστε πια. Και δε φταίνε καν αυτοί. Φταίτε εσείς.

Η μεγαλύτερη τιμωρία που μπορείς να δώσεις στον εαυτό σου είναι να πάρεις στα σοβαρά τα λεγόμενα των έξω και να τ’ αφήσεις να ορίσουν αυτά τη ζωή σου. Ουσιαστικά ζεις γι’ αυτούς κι όχι για σένα. Έχεις γίνει έρμαιό τους. Χαραμίζεσαι. Κι όσο το κάνεις, πάντα χαμένος θα βγαίνεις. Όπως και βγήκες. Τις στιγμές που έχασες, θα στις χρωστάνε; Τον άνθρωπο που άφησες να πάρουν μακριά τα λόγια τους, θα στον φέρουν πίσω; Απέκτησες εμμονή να βάλεις μια ταμπέλα που θα τους καλύπτει. Πες τους τώρα, «έβαλα». «Μάλλον άγνωστοι, εν δυνάμει φίλοι, σίγουρα όχι εραστές».

 

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Βασιλική Νοταρά
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου