Συχνά στη λαχτάρα μας να επιβεβαιώσουμε το ενδιαφέρον κάποιου προς εμάς μπορεί να ερμηνεύαμε τα σήματα που (θαρρούσαμε πως) μας έστελνε με τρόπο τέτοιο που να μας ευνοεί, ωστόσο ο καιρός κι η συνέχεια να μας αποδείξει πως η ερμηνεία μας ήταν λανθασμένη κι οι προθέσεις της άλλης πλευράς μονάχα φιλικές.

Μια τέτοια παρανόηση έχει ως αποτέλεσμα την απογοήτευσή μας, ανοίγοντας τρύπες στον εγωισμό μας και ρίχνοντας κάπως την αυτοπεποίθησή μας. Ίσως όντως απ’ την έντονη επιθυμία μας για το άλλο πρόσωπο να μεταφράσαμε αλλιώς τις κινήσεις του, ίσως όμως και να μην ισχύει το παραπάνω σενάριο, να μην υπήρξε καμία απολύτως παρεξήγηση. Κι αν αυτό το άτομο μας έστελνε, στα αλήθεια, αυτά τα σήματα που δικαιολογημένα εμείς ερμηνεύαμε ως ερωτικά, αποσκοπώντας όμως κάπου αλλού; Θολώνοντας το τοπίο για κάποιο λόγο που εμείς δεν ξέρουμε;

Αρχικά, ας ξεκαθαρίσουμε πως δε μιλάμε για υποψίες κι υποθέσεις, αλλά για περιπτώσεις που ο άλλος εκδηλώνει ξεκάθαρα μέσα από τις πράξεις και τις λέξεις του το ενδιαφέρον και το φλερτ του. Έτσι, όταν υπάρχουν πειστήρια, πόσο μπορούν να παρερμηνευτούν τα σήματα που εκπέμπει κάποιος; Συνεπώς μιλάμε για κάτι πραγματικό που φαίνεται κι όχι για οράματα και φαντασιώσεις. Όταν, λοιπόν, σε τέτοια σκηνικά ο άλλος ξαφνικά μαζεύεται και δηλώνει πως λυπάται αλλά ποτέ δεν ήθελε να δώσει τέτοιο μήνυμα και πως απ’ την αρχή το ενδιαφέρον του ήταν φιλικό, σκορπά απλά μπαρούφες.

Κανείς δε στέλνει κατά λάθος μηνύματα. Κανείς δε προσεγγίζει κάποιον, τυχαία, χωρίς να το θέλει. Όταν γουστάρεις κάποιον, θα συμπεριφερθείς ανάλογα έτσι ώστε να του το αποδείξεις, να του αφήσεις σημάδια τα οποία θα ερμηνεύσει για να καταλάβει πώς πραγματικά αισθάνεσαι. Το ίδιο συμβαίνει κι όταν κάποιος δε γουστάρει. Θα υιοθετήσει διαφορετική συμπεριφορά, αυστηρή, ίσως απόμακρη ή πιο ευγενική μα καθαρά φιλική, χωρίς παρεξηγήσιμα υπονοούμενα.

Συνεπώς, κανείς μας δε δείχνει σε κάποιον πως δεν τον βλέπει φιλικά χωρίς λόγο, δε φανερώνει πως έχει ερωτικές προθέσεις προς αυτόν αν δεν το εννοεί. Κι αυτό σημαίνει πως κανείς δεν μπορεί να πέσει τόσο έξω όταν βγάζει τα συμπεράσματά του για κάποιον κρίνοντας απ’ τον τρόπο που του μιλά και του φέρεται. Όταν, όμως, παρά τις όλες ενδείξεις, παρουσιάζεται ο άλλος και σου λέει πως κατάλαβες λάθος, αντιστρέφοντας τις προθέσεις του, δεν κάνει κάτι άλλο πέρα απ’ το να προσπαθεί να δικαιολογηθεί και να καλύψει τον εαυτό του, χειριζόμενος τη σκέψη και τα συναισθήματά σου και ρίχνοντας πάνω σου το βάρος μιας τάχα παρεξήγησης. Κι άντε μετά να αποδείξεις πως δεν είσαι τρελός.

Πολλοί από εμάς μπορεί να βρεθήκαμε σε αυτή τη θέση, να μας άδειασε αιφνίδια κάποιος. Μήπως, όμως, κι εμείς οι ίδιοι κάποιες φορές στείλαμε σημάδια ερωτικά τα οποία αρνηθήκαμε αργότερα και κατηγορήσαμε κάποιον άλλο πως τα παρερμήνευσε ενώ γνωρίζαμε πολύ καλά τι ακριβώς αφήναμε να εννοηθεί;

Το γιατί κάποιος επιλέγει να παίζει αυτό το παιχνίδι, έχει να κάνει με πολλούς παράγοντες. Ένας από αυτούς είναι η ανασφάλεια του ανθρώπου κι η ανάγκη του να ‘ναι επιθυμητός. Δημιουργεί, λοιπόν, την ψευδαίσθηση πως ενδιαφέρεται για κάποιον έτσι ώστε να ενδιαφερθεί εκείνος γι’ αυτόν και στο τέλος, αφού επιβεβαιωθεί, ρίχνει πανηγυρικά τη χυλόπιτά του με τη φοβερή ατάκα «μα εγώ σε βλέπω φιλικά».

Όλο αυτό το συναισθηματικό κρυφτό μπορεί να προκαλεί εσωτερική ικανοποίηση σε κάποιον, γνωρίζοντας πως έχει τη δύναμη να κινεί τα νήματα και μπορεί να προκαλέσει σύγχυση σε κάποιον άλλον. Σε φάσεις απόρριψης και μειωμένης αυτοπεποίθησης ή ενώ είμαστε μπλεγμένοι σε προβληματικές (ή απλώς ρουτινιασμένες) σχέσεις, ψάχνουμε τρόπους να ανεβάσουμε τον εαυτό μας, έτσι απολαμβάνουμε την εξουσία που αποκτούμε πάνω στους άλλους. Δίνουμε ψεύτικες ελπίδες, δημιουργούμε προσδοκίες, κι ύστερα με την ίδια άνεση τις διαψεύδουμε, πληγώνοντας κάποιον άλλο για να ξεχάσουμε τις δικές μας γραντζουνιές. Από θύματα, δηλαδή, γινόμαστε θύτες.

Δε χρειάζεται να μιλήσουμε για τα συναισθήματά μας για να αντιληφθούν οι άλλοι πώς νιώθουμε για ‘κείνους. Μας προδίδουν οι μορφασμοί μας, οι εκφράσεις μας, οι κινήσεις μας. Η γλώσσα του σώματος είναι πολύ πιο φλύαρη απ’ όσο πιστεύουμε. Κανείς δεν εκδηλώνει ενδιαφέρον «κατά λάθος». Γι’ αυτό κι οφείλουμε να φερόμαστε με ωριμότητα κι υπευθυνότητα στους άλλους, να μην παίζουμε με τα συναισθήματά τους και να μην υποτιμούμε τη νοημοσύνη τους, για να καλύψουμε δικά μας κενά.

 

Συντάκτης: Μαριλένα Χατζημιλτή
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη