Πόσο θάρρος, υπομονή και δύναμη ψυχής απαιτεί το να ‘χεις ακόμα συναισθήματα για έναν άνθρωπο, μετά το φινάλε σας, αλλά παρ’ όλα αυτά να μην τα εκφράζεις, για να μην τον αναστατώσεις, σεβόμενος την επιλογή του να μείνει μακριά σου;

Ίσως να ‘ναι κι αξιοθαύμαστο. Ίσως κι αξιοζήλευτο, για όσους δεν κατάφεραν να συγκρατηθούν, πιέζοντας το άλλο πρόσωπο και πληγώνοντας διπλά τον εαυτό τους. Να αισθάνεσαι τόσα πολλά για κάποιον που κάποτε του εκμυστηρευόσουν κάθε ζόρι και χαρά σου, και πλέον να τα καταπιέζεις όλα μέσα σου για να μην ταράξεις τα νερά της ζωής του, για να μην ανατρέψεις τα σχέδιά του, για να μην τον κρατήσεις πίσω, ενώ μπορεί να θέλει να προχωρήσει.

Κάτσαμε, λοιπόν, στο κρεβάτι μας κι όλα τα ανείπωτά μας τα ‘παμε σε τοίχους, ταβάνια και μαξιλάρια. Αυτά τα τελευταία πόσα έχουν ακούσει; Παράπονα, φόβους, επιθυμίες. Πόσα ουρλιαχτά και κλάματα πνίξαμε σ’ αυτά για να μην τα εκδηλώσουμε μπροστά σε άλλους; Οι επιλογές, βλέπεις, είναι επιλογές κι οι συνέπειες, συνέπειες. Κι εμείς οφείλουμε να σεβαστούμε τις επιλογές των ανθρώπων που δε θέλησαν να μείνουν άλλο δίπλα μας και τις συνέπειες της απουσίας τους.

Σεβόμαστε, λοιπόν, την απόφαση του τέλους και το γεγονός πως δεν υπάρχει επιθυμία επανασύνδεσης απ’ τον μέχρι πρότινος άνθρωπό μας, ανεξάρτητα απ’ το τι θέλουμε εμείς, και θάβουμε τα συναισθήματά μας. Κι εγωιστικά να το δούμε, δε γίνεται να επιμένουμε εκεί που δε μας θέλουν. Δε μας τιμά να κλαιγόμαστε και στα σίγουρα δε θέλουμε κανείς να μας λυπάται.

Θα περάσει κι αυτό. Τα συναισθήματα, εξάλλου, όσο δυνατά κι αν είναι, κάποια στιγμή εξασθενούν. Θέλουμε-δε θέλουμε να το δεχτούμε, αυτή είναι η αλήθεια. Ο έρωτας του λυκείου, για παράδειγμα, δε μας καίει ακόμα. Όσο κι αν απογοητευτήκαμε κι αν πληγωθήκαμε, όσο κι αν νιώσαμε πως ο έρωτας τελείωσε μ’ ένα χωρισμό, αγαπήσαμε ξανά, κι ίσως ακόμα πιο δυνατά.

Τα συναισθήματα, λοιπόν, κάποτε τελειώνουν. Κι όταν τελειώνουν στον έναν, αυτομάτως ρίχνουν αυλαία και για τους δύο. Δεν μπορούμε να επιμείνουμε, δεν έχουν κανένα λόγο ύπαρξης εξομολογήσεις για το πώς νιώθουμε, μετά τον χωρισμό. Έχουμε ακόμα αισθήματα, ενδεχομένως, αν δεν είναι απλά ένα πείσμα ή ένας εγωισμός. Σεβόμαστε όμως την επιθυμία του άλλου. Εκεί φαίνεται, άλλωστε, η αγάπη κι η εκτίμηση. Στο να αφήνεις τον άλλον ελεύθερο και να του εύχεσαι ειλικρινά τα καλύτερα.

Αν θα φάει το κεφάλι του ή αν θα φάμε εμείς το δικό μας, είναι άλλο θέμα. Εμείς ό,τι είχαμε να πούμε το είπαμε πριν υπογράψουμε το τέλος. Μετά δεν υπάρχει χώρος για δράματα, συγγνώμες, κλάματα κι υποσχέσεις. Μόνο την αυτοεκτίμησή μας μειώνουμε και την αξιοπρέπειά μας πληγώνουμε.

Ακόμα κι αν φερθήκαμε υπερβολικά καλά σε κάποιον κι εκείνος δεν το εκτίμησε, ακόμα κι αν ζητάμε εκδίκηση κι όχι ευκαιρία, και πάλι δεν έχουμε τίποτα να πούμε. Από ‘κει και πέρα αναλαμβάνει το κάρμα να δώσει στον καθένα αυτό που αξίζει. Εξάλλου, η σιωπή κι η φυγή ενός ανθρώπου είναι η μεγαλύτερη τιμωρία για κάποιον που περιμένει αγωνιωδώς το κυνήγι ή το κράξιμό σου. Γιατί όταν αντί για κραυγή εισπράττουν αδιαφορία, ενοχλούνται όσο δε φαντάζεσαι.

Ούτως ή άλλως, αν είναι να γυρίσει κάποιος, αν νιώθει ό,τι αισθανόμαστε, αν μας θέλει ακόμα στη ζωή σου, θα το κάνει. Θα γνωρίζει πώς αισθανόμαστε, χωρίς να πούμε λέξη, γιατί θα ‘ναι αμοιβαίο. Θα καταλάβει πως είμαστε η ευτυχία του και θα επιστρέψει. Γιατί όταν κατακτάς το μυαλό κάποιου, η καρδιά του είναι ταγμένη πλέον σε εσένα κι όλα τα άλλα, όσα δεν ήταν αληθινά γι’ αυτό κι έληξαν, δε θα έπρεπε καν να μας αφορούν.

Αφήστε το πάνω τους, λοιπόν. Ξέρουν πολύ καλά πως είναι το πρώτο μας πάθος και το τελευταίο. Εμείς νιώσαμε, νιώθουμε και θα νιώθουμε. Εκείνοι;

Συντάκτης: Δημήτρης Καλαλές
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη