Τα φιλαράκια μας ή αλλιώς οι άνθρωποι που επιλέγουμε εμείς και γίνονται οι άνθρωποί μας, είναι εκείνοι που όσο τούς παρατηρείς τόσο βρίσκεις στοιχεία δικά σου πάνω τους, είτε αυτό μοιάζει με το αγαπημένο σου τραγούδι να έχει γίνει και το δικό τους αγαπημένο, είτε αυτό μοιάζει με τον ξεχωριστό τρόπο που εσύ τρως κάποιο φαγητό που πλέον δεν είναι και τόσο ξεχωριστός αφού έχουν αρχίσει να το τρώνε με τον ίδιο τρόπο. Πώς γίνεται άλλωστε να μην υιοθετήσετε ο ένας στοιχεία και παραξενιές του άλλου αφού τόσο πολύ ταιριάζετε; Πώς γίνεται αυτό εάν κάθε φορά που τούς κοιτάς είναι λες και βλέπεις τον εαυτό σου απλώς με μάτια αλλουνού;

Λένε πως οι μικρές στιγμές είναι αυτές που μάς κάνουν ευτυχισμένους αλλά κιόλας αυτές οι μικρές στιγμές είναι και που δημιουργούν κάτι μεγάλο. Πώς να χωρέσει άλλωστε κανείς σε λέξεις την απέραντη ευτυχία που κρύβει κάτι τόσο μικρό όσο μια βραδιά με τα φιλαράκια που σάς βρίσκει μαγειρεύοντας, γεμίζοντας το σπίτι γέλια και φωνές και που οι μυρωδιές του φαγητού μπερδεύονται με την αγάπη σας που ξεχειλίζει. Πώς να εξηγήσει κάποιος και σε ποιον το συμβόλαιο που έχετε μεταξύ σας υπογράψει για μάζωξη κάθε Παρασκευή βράδυ -ή Σάββατο ή Δευτέρα, η οποία συνοδεύεται πάντα από μαγείρεμα;

Όσο μαγειρεύουν οι υπόλοιποι πιάνεις τον εαυτό σου να τους παρατηρεί λες και για λίγο δεν είσαι εσύ, δεν είσαι εκεί κι όλα γύρω σου να σταματούν. Πώς μπορούν κάθε φορά σκέφτεσαι να κάνουν τα πράγματα να φαίνονται τόσο απλά; Πώς καταφέρνουν να κάνουν ένα πρόβλημα να μοιάζει προβληματάκι; Πώς μπορούν να κάνουν ακόμη και το μαγείρεμα να φαντάζει το πιο τρελό πράγμα που μπορεί να κάνει κανείς με τους φίλους του; Τι θα έκανες χωρίς αυτούς;

Ξαφνικά, είναι λες και περνούν από μπροστά σου σαν ταινία όλες οι στιγμές σας. Ναι, κι εκείνη που τραγουδούσατε στις 3 το πρωί σαν να μην υπάρχει κανείς άλλος στη γη κι εκείνη που κλαίγατε όλοι μαζί αφού είδατε ότι υπάρχει σε ρομάντζο και μετά με σειρά όλες τις ταινίες τρόμου και ναι ακόμη κι εκείνη που κάψατε την πίτσα στην καθιερωμένη μάζωξη της προηγούμενης εβδομάδας. Αρχίζεις να γελάς και μετά σαν να σε πιάνει μια συγκίνηση ή σαν να μην μπορείς να το ελέγξεις και να μη θέλεις κιόλας.

Τους βλέπεις από μακριά και σκέφτεσαι ότι ο κάθε άνθρωπος αξίζει να έχει στη ζωή του φίλους σαν κι αυτούς. Μετά πάλι σκέφτεσαι πόσο τυχερός είσαι που τους έχεις βρει κι είσαι εκεί, μαζί τους. Μπορείς να τούς χαρίσεις όλες τις αγκαλιές του κόσμου κι ακόμη κι αυτές δε θα ήταν αρκετές.

Είναι κάτι στιγμές που σού φέρνουν στο μυαλό τη συνειδητοποίηση ότι έχεις βρει τους ανθρώπους σου σε φιλικό επίπεδο, ότι ανήκεις, ότι είναι το safe place σου. Ότι θα είναι εκεί να σε ακούσουν χωρίς να χρειαστεί να απαντήσουν πίσω, θα τα πει όλα η αγκαλιά τους. Θα κλάψουν από συγκίνηση με τη χαρά σου και θα κλάψουν από στεναχώρια στη λύπη σου. Θα πιστέψουν σ’ εσένα και θα στο φωνάζουν όταν εσύ δε θα έχεις τη δύναμη να το κάνεις για τον εαυτό σου.

Κι όσο εσύ νόμιζες πως ήσουν εκείνη τη στιγμή ο παρατηρητής και θαύμαζες τα φιλαράκια σου κάποιος γείτονας απ’ το μπαλκόνι απέναντι  -γιατί η κουζίνα έχει κι ένα μεγάλο παράθυρο- είναι πάντα παρών με τον δικό του τρόπο στις δικές σας μαζώξεις. Είναι εκεί και σάς θαυμάζει -δεν μπορεί να κάνει κι αλλιώς κάθε Παρασκευή οι φωνές ακούγονται λες κι είναι μέσα στο ίδιο του το σπίτι- κι εύχεται να το ζήσει κάποια στιγμή κι αυτός. Είναι εκεί και σκέφτεται πως αυτοί οι άνθρωποι πράγματι, έχουν βρει τον άνθρωπο τους.

Εκείνη τη νύχτα όμως ένα αστέρι έπεσε κι άκουσε την ευχή σου πως σε κάθε άνθρωπο αξίζει μια τέτοια παρέα, μια τέτοια οικογένεια. Κι αύριο είναι μια καινούργια μέρα που ο γείτονας κι ο κάθε γείτονας θα βρει τους ανθρώπους που θα γίνουν οι άνθρωποί του.

Συντάκτης: Όλγα Οσιπίδου
Επιμέλεια κειμένου: Ανδρέας Πετρόπουλος