Κάθισε, αγάπη μου.

Σήμερα θα μιλήσουμε για οδοντόβουρτσες.

Όχι όμως για οποιεσδήποτε οδοντόβουρτσες.

Θα μιλήσουμε για τις οδοντόβουρτσες εκείνες, που επιμένεις να αφήνεις στο μπάνιο μου. Δίπλα από τα πράγματά μου. Για να μην μετακινείσαι με ένα βαλιτσάκι και καλά. Αυτές τις ροζ που παρατάς, που τις βλέπω κάθε πρωί, και τσεκάρω μήπως αγόρασα και σερβιέτες.

Ε, αυτά τα ροζουλί Μπάρμπι εκτρώματα θα ξεκουμπιστούν από το σπίτι μου.

Και, επειδή σαν άνθρωπος είμαι δίκαιος, δεν θα φύγουν μόνο οι οδοντόβουρτσες, αλλά και το υγρό για τους φακούς, και τα ταμπόν πάνω στο πλυντήριο και η κορνίζα της προγιαγιάς σου της μακαρίτισσας.

Τώρα, αν θα φύγουν μόνα τους τα μπιμπελό σου, ή αν θα τα πάρεις υπό μάλης και δεν θα ξαναπατήσεις, αυτό είναι δικό σου θέμα.

Εκεί που τρεις μέρες πριν έμπαινες σπίτι μου και το μόνο που έβλεπες ήταν το από κάτω των σεντονιών, ξαφνικά έχεις αρχίσει να γεμίζεις το ψυγείο με χορτοφαγικό μπέικον και να μου τακτοποιείς τα CD.

Ακούς εκεί, χορτοφαγικό μπέικον και οργάνωση στα CD.

Που; Στη γιάφκα της μάσκιουλιν καθαρής αντρίλας. Που οι λέξεις «χορτοφαγικό» και «μπέικον» θα έπρεπε να χωρίζονται από διψήφιο αριθμό προτάσεων και η διαδικασία επιλογής στη μουσική ήταν το ψάρεμα με πετονιά.

Όχι, αγάπη μου. Δε θα κάνεις μετακόμιση κάτω από τη μύτη μου.

Γιατί, βασικά, δε θέλω να μετακομίσεις. Δε σε εμπιστεύομαι αρκετά ακόμα, πώς να στο πω πιο απλά για να το καταλάβεις; Ναι, περνάμε μια χαρά, ναι, είσαι πολύ καλή κοπέλα, ναι, στον ρίχνω κι έναν που και που. Αλλά αυτό δε σημαίνει πως είμαι έτοιμος να μοιραστώ το μπάνιο ή τα συρτάρια μου μαζί σου.

Και, τώρα που το σκέφτομαι, ούτε εσύ είσαι έτοιμη να μοιραστείς το μπάνιο και τα συρτάρια μου.

Εσύ δεν είσαι που γκρινιάζεις για την σφουγγαρίστρα, ότι και καλά έχει να δει νερό περισσότερο καιρό κι από την έρημο Γκόμπι; Τώρα θες να πάρεις πάνω σου τη λέρα μου;

Όχι, αυτό που θες είναι να μπεις στη ζωή μου και να αλλάξεις την καθημερινότητά μου, για να μπορέσεις να φέρεις εδώ τη μισή σου προίκα ήσυχη.

Αν περιμένεις να αλλάξω για πάρτη σου, μην φας, φτιάχνω γλάρο φρικασέ.

Δεν είναι αυτό που με ενοχλεί τόσο, όμως, όσο το ότι πήγες να το κάνεις κουτοπόνηρα, στη ζούλα.

Δόξα τω Θεώ, μυαλό έχεις. Γιατί δεν το βάζεις λίγο να δουλέψει και ενεργοποιείς τη χαζογκόμενα μέσα σου; Κατ’ αρχάς, τι, υπέθεσες πως δεν θα παρατηρούσα τις αλλαγές; Και σταυρόλεξα έχω λύσει, μωρό μου, και σουντόκου, και απ’ όλα. Μπορώ να ξεχωρίσω όταν κάποιος βάζει ένα αντικείμενο σε γκέι χρώμα στον προσωπικό μου χώρο. Ή μια τρομαχτική κορνίζα που σου μοιάζει στα ζυγωματικά. Αλλά ακόμα και να μην το παρατηρούσα. Πώς θα άρχιζες να μένεις μόνιμα; Θα ξυπνούσαμε μαζί ένα ωραίο πρωί, και θα μου έλεγες πως ξενοίκιασες το σπίτι; Κι εγώ τι, επειδή πέρασες σε λαθραίες κούτες το νοικοκυριό σου, θα πετούσα ο,τι, κατά τη γνώμη σου, δεν χρειάζομαι, για να χωρέσεις την γκαρνταρόμπα σου;

Ξέρεις, θα ήταν προτιμότερο να ρωτήσεις.

Μην παίρνεις θάρρος, πάλι η απάντηση «όχι» θα ήταν. Αλλά τουλάχιστον θα γλιτώναμε από περιττές παρεξηγήσεις, κι εσύ δεν θα χρειαζόταν να κάνεις τον λαθρέμπορα κάθε φορά που έρχεσαι για ένα στα γρήγορα.

Βέβαια, αυτό το είχες ψυλλιαστεί. Αλλιώς θα ρωτούσες.

Μην βιάζεσαι. Αν είναι να μείνουμε μαζί, θα μείνουμε μαζί. Μετά από καιρό, ναι, αλλά θα γίνει σωστά. Ή θα χωρίσουμε προσπαθώντας, τουλάχιστον, όμως, θα αποφύγουμε τη διαδικασία του να φεύγεις και να ψάχνεις σπίτι (γιατί, αν, ο μη γένοιτο, σε παρατήσω, μην περιμένεις να φύγω από το σπίτι μου).

Μέχρι τότε, όμως, παρε την προγιαγιά σου από το σαλόνι, με φρικάρει.

Συντάκτης: Γιώργος Γραμματόπουλος