Κάθομαι στο μπαλκόνι, όλα ήσυχα και σκοτεινά. Μόνο φώτα από παράθυρα πολυκατοικιών και το φεγγάρι φωτίζουν την πόλη απόψε. Όμορφα είναι, σκέφτομαι. Χαζεύω τα παράθυρα από μακριά και θολά βλέπω φιγούρες ανθρώπων. Άλλοι πηγαινοέρχονται, άλλοι είναι στάσιμοι. Ο ένας διαβάζει μ’ ένα φωτάκι στο γραφείο του κι ο άλλος στο δίπλα διαμέρισμα δε φαίνεται καν.

Γυρνάω τα μάτια μου παραδίπλα. Παρέες μεγάλες να γελάνε δυνατά, πιο εκεί ένα ζευγάρι αγκαλιά στον καναπέ κι ακόμα πιο εκεί ένας άνθρωπος μόνος του, κάνει τσιγάρο στο μπαλκόνι. Τι περνάει, άραγε, σκέφτομαι. Μπορεί να πρόκειται για καψούρα, μπορεί απλά να ηρεμεί. Την χρειάζεσαι και τη μοναξιά μερικές φορές, να σκεφτείς, να βάλεις λίγο σε τάξη τη σκέψη σου και την αταξία της ζωής σου.

Πιο δίπλα ένα ηλικιωμένο ζευγάρι, βλέπουν μαζί τηλεόραση. Τελικά, ο έρωτας μπορεί και να κρατάει, σκέφτομαι. Στο βάθος, πιο μέσα, βλέπω μια οικογένεια, η μαμά απλώνει τα ρούχα και τα παιδάκια παίζουν στο χαλί, ενώ κοντά τους μια άλλη οικογένεια κάθεται στο τραπέζι του μπαλκονιού, τα γέλια τους ακούγονται μέχρι εδώ.

Σκύβω το κεφάλι μου και σκέφτομαι ότι μου λείπει η δική μου οικογένεια. Κι εγώ φοιτήτρια σε ξένο τόπο είμαι. Ρίχνω πάνω μου μια λεπτή κουβέρτα, έβαλε αεράκι και νύχτωσε για τα καλά. Ακούω φωνές απ’ το διπλανό διαμέρισμα κι εντάσεις. Κάνω κίνηση να κοιτάξω άλλου, αλλά στέκομαι σε εμένα. Κι εγώ ένα απ’ τα πολλά πρόσωπα είμαι εκεί έξω.

Όλοι ένας χάος εγκλωβισμένο σε ένα σώμα είμαστε. Ποσό όμορφοι σε κάποια μάτια να είμαστε, πόσο αταίριαστοι στην αισθητική κάποιον άλλων, αλλά σίγουρα αξίζουμε να αγαπηθούμε για στιγμές σαν αυτές εδώ. Για στιγμές που νομίζουμε ότι κανείς δε μας κοιτάει κι είμαστε ατόφια ο εαυτός μας.

Περνάει αεροπλάνο. Κοιτάω πάνω, σκέφτομαι μακάρι να ήμουν κι εγώ μέσα, να πήγαινα σε ένα αγαπημένο μου πρόσωπο. Έφυγε το αεροπλάνο απ’ τα όρια που μπορούν φτάσουν τα μάτια μου και στάθηκα στα αστέρια. Θόλος ο ουρανός σήμερα, αλλά τα διακρίνω. Αυτό θα ήταν καλό να το είχαμε και στη ζωή σε καταστάσεις θολές και δύσκολες, να μπορούσαμε να τις αντιμετωπίζουμε.

Κοιτάω κάτω, άνθρωποι περπατάνε κι άλλοι κάνουν τζόκινγκ. Επιστρέφω σε εμένα πάλι και σκέφτομαι πως προτιμώ αυτούς που πηγαινοέρχονται, με την έννοια της κίνησης. Η τουλάχιστον αυτούς που περπατάνε, η πρόοδος μετράει, όχι η ταχύτητα. Δε μ’ αρέσουν τα μπροστά και πίσω πάλι. Τελικά, εγώ γιατί κάθομαι εδώ έξω;

Μπορεί να είμαι κι εγώ πληγωμένη ή απλά να ψάχνω τροφή για σκέψη. Το σίγουρο είναι ότι υπάρχει πολλή ζωή γύρω μας, αρκεί να θέλουμε όχι απλά να την δούμε, αλλά να την νιώσουμε. Γι’ αυτό σήμερα έβαλα το κινητό στην τσέπη κι αφέθηκα.

Ακούγονται από μακριά αυτοκίνητα και μηχανές στους δρόμους, γύρω μου οι διάφορες εκδοχές του ανθρώπου και τα φώτα της πόλης. Έβαλα ένα ποτήρι κρασί κι επέστρεψα, στάθηκα εδώ όλο το βράδυ αυτή τη φορά. Μέχρι που έκλεισαν και τα τελευταία φώτα. Αυτό έχει γίνει και στη ζωή μου με τους ανθρώπους. Ορκίζομαι, την επόμενη μέρα –και στις δυο περιπτώσεις– ήμουν διαφορετική.

 

Συντάκτης: Μαρίζα Μιρέν
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη