Το νιώθεις ή το αισθάνεσαι; Εκεί που νομίζεις πως έχεις κληθεί να διαλέξεις ανάμεσα σε δυο ίδιες αποχρώσεις του λευκού, στην πραγματικότητα επιλέγεις μεταξύ μαύρου ή άσπρου. Έχουμε την αναθεματισμένη τάση να μπερδεύουμε συνεχώς έννοιες που διαφέρουν. Αισθάνομαι· τι και για ποιον; Κάποιος με έκανε, με βοήθησε να νιώσω ή μου δημιούργησε ένα αίσθημα. Συναισθάνομαι· πόσο; Βιώνω μια συνθήκη κυρίως μόνος μου. Δεν έχω την ανάγκη κανενός ώστε να νιώσω όλα εκείνα που γεννιούνται στο κεφάλι μου. Φανταστικά σενάρια που στο μυαλό μου ζωντανεύουν ακόμα κι όταν απουσιάζει η απέναντι πλευρά. Σε μια αλληλεπίδραση όμως είναι όλα διαφορετικά.

Το αίσθημα συνηθίζει να συνδέεται λιγάκι με τη λογική. Η χαρά, η λύπη, ο θυμός είναι συναισθήματα που δε σχετίζονται με όσα πλάθει το μυαλό. Κάπως σαν ένστικτα θα έλεγε κανείς. Λαμβάνοντας ως δεδομένη την κύρια διαφορά που έχουν, εσωτερικά τα διαχωρίζουμε όσο κι αν μοιάζει να μην το αντιλαμβανόμαστε. Θυμήσου εκείνη τη φορά που είχες ερωτευτεί μέχρι θανάτου μα ήταν μονάχα στο κεφάλι σου όλο αυτό. Δε χρειάστηκες αποδέκτη για να φουντώσει η φλόγα σου. Αρκούσε η δική σου αντίληψη που μεταφραζόταν σε συναίσθημα. Ήταν όμως κι εκείνη η άλλη εκδοχή όπου, έχοντας πια αποδέκτη, βάσει όσων βίωνε εκείνος, παρεξηγήθηκαν τα αισθήματά σου καθώς ενώ νόμισες πως ήσουν αθεράπευτα ερωτευμένος, ήσουν τελικά ανεπανάληπτα ενθουσιώδης. Με εκείνη την ιδέα που είχες πλάσει για τον άλλον την οποία υποστήριζαν τα όσα εκείνος ένιωθε για σένα. Σε έναν ιδανικό κόσμο ίσως και να ήταν πάντοτε όλα αμοιβαία. Ως τότε, ας προσγειωθούμε στην ωμή πραγματικότητα μαθαίνοντας να ξεχωρίζουμε πότε αισθανόμαστε και πότε συναισθανόμαστε.

Είχε πέσει κάποτε στα χέρια μου μια έρευνα σχετικά με το πόσο επηρεάζεται το σώμα μας βάσει όσων νιώθουμε. Όλα εκείνα που λεκτικά χρησιμοποιούμε, λόγου χάρη «μου κοπήκανε τα πόδια», για να τονίσουμε την κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε είναι εν τέλει απόρροια πραγματικών γεγονότων. Οτιδήποτε λοιπόν νιώθουμε, μεταφράζεται σε κάποιο σύμπτωμα στο σώμα μας. Ταχυκαρδία, πάγωμα, κομμένη ανάσα. Συνηθίζουμε να τα χρησιμοποιούμε βέβαια για να υπερτονίσουμε αυτό που βιώνουμε όμως συμβαίνουν και στην πραγματικότητα. Εν αντιθέσει με τα αισθήματα όπου κυρίως εμείς τα εκφράζουμε με το σώμα μας. «Αισθάνομαι ανώτερος» κι έτσι ξαφνικά, σηκώνεις φρύδι και γεννιέται μέσα σου η Βίρνα Δράκου. Αποτελεί άλλη μια διαφορά μεταξύ των δυο αυτών εννοιών βάσει πλέον των φυσικών τους γνωρισμάτων.

Θεωρώ πως ήδη έχεις ανοίξει εκείνο το κουτάκι με τις αναμνήσεις και παλεύεις να αναγνωρίσεις πού και πότε ένιωσες ή αισθάνθηκες για κάποιον. Ξεκίνησες να αναπολείς χαμένους έρωτες ή να αναβιώνεις παλιά σενάρια που με περίσσια φαντασία είχες πλάσει ζώντας μέσα από αυτά. Ίσως ανακουφιστείς λιγάκι αν σου τονίσω πως δεν είσαι μόνος. Αν ξεκινήσω να σου περιγράφω τα δικά μου σενάρια για να λιποθυμήσεις από τα γέλια. Παντρεμένη με 8 παιδιά και 4 διαζύγια θα ήμουν εάν όσα ζούσαν μέσα στο κεφάλι μου είχαν συμβεί. Εκεί ακριβώς αναγνωρίζεις όμως και τη διαφορά του υπαρκτού, αληθινού και πραγματοποιήσιμου σεναρίου έναντι της αχαλίνωτης φαντασίας που μας ωθεί να γίνουμε συγγραφείς του ονείρου.

Σαφώς σχετίζονται πολλά με τον αποδέκτη όσων εσύ πλάθεις όμως χώρια από αλληλεπιδράσεις γνωρίζεις κατά βάθος ποια από αυτά που θες είναι πραγματοποιήσιμα και ποια θα παραμείνουν πάντοτε στο μυαλό σου να σού υπενθυμίζουν το παιδάκι που θα κρύβεις πάντα μέσα σου. Είναι εκείνος ο ενθουσιασμός που δεν καταφέρνουμε να μειώσουμε όταν κάτι μας τραβά το ενδιαφέρον ενώ τείνουμε να τον μεγιστοποιούμε μεταφράζοντάς τον σε ό, τι συναίσθημα θεωρούμε πως ταιριάζει σε κάθε περίσταση.

Ένα πολύ επιτυχημένο παράδειγμα αποτελεί ένα παλιό ανέκδοτο που είχα ακούσει κάποτε, μη δίνοντάς του την πρέπουσα προσοχή τότε. Ήταν κάποτε, λέει, ένας κύριος ο οποίος έμεινε από λάστιχο στη μέση του πουθενά κι όταν αντίκρισε ένα σπίτι κάπου στον ορίζοντα αποφάσισε να πάει να ζητήσει βοήθεια. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής όμως, βιώνοντας ήδη αυτό που του είχε συμβεί, έκανε μερικές σκέψεις για το πώς μπορεί να είναι ο άνθρωπος που θα αντικρίσει σε εκείνο το σπίτι καθώς και τι μπορεί να του πει. Φτάνοντας λοιπόν στην πόρτα του, προκατειλημμένος πια κι έχοντας προδικάσει το αποτέλεσμα στο μυαλό του, αντί να ζητήσει βοήθεια, έβρισε τον κάτοικο δίχως να πει ούτε γεια.

Πού κολλάει θα αναρωτιέσαι αλλά θα σου εξηγήσω. Εδώ είναι ένα κλασικό φαινόμενο συναισθηματικής φόρτισης. Δεν είχε καμία αλληλεπίδραση ο κύριος με τον νοικοκύρη του σπιτιού όμως σκεπτόμενος τα χειρότερα έφτασε στην πόρτα του έτοιμος για τσακωμό. Αυτό συμβαίνει είτε με θετικά είτε με αρνητικά συναισθήματα τα οποία αντλούν περιεχόμενο από τις γενικότερες συνθήκες που μας περιβάλλουν ανά διαστήματα καθώς και την εκάστοτε ψυχολογική μας κατάσταση. Με πρόφαση λοιπόν πως γνωρίζουμε την αντίδραση των άλλων εξωτερικεύουμε όσα έχουμε φτιάξει στο μυαλό μας καθώς είναι μια συνθήκη που έχουμε βιώσει. Για να τα συνδέσουμε κιόλας, λίγο πριν χτυπήσει το κουδούνι, ο ήρωάς μας θα ήταν αναψοκοκκινισμένος με πιθανότατη ταχυκαρδία.

Ασυναίσθητα, πάντοτε να μπερδευόμαστε και κυρίως με εύκολα παρεξηγήσιμες έννοιες, όπως εκείνη του ενθουσιασμού. Ένας ενθουσιώδης έρωτας λοιπόν, δεν είναι έρωτας. Είναι μια θετική έκπληξη στην γκρίζα ρουτίνα μας όπου μας δημιουργεί την πλασματική ανάγκη να ερωτευτούμε και να νιώσουμε κάτι δυνατό. Ένα τρανό παράδειγμα είναι όλες εκείνες οι εφήμερες σχέσεις που έχουμε μπλεχτεί ή έχουμε ακούσει από φίλους και γνωστούς. Προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσουμε τον αλγόριθμο της ψυχούλας μας παραπατάμε σε παρανοήσεις οι οποίες μπλέκουν αυτό που νιώθουμε με εκείνο που θα θέλαμε ιδανικά.

Αποψούλα; Να σου πω. Μη λες μεγάλα λόγια πριν σιγουρευτείς για όλο σου το είναι. Πάρε τον χρόνο σου, ζύγισε τα θέλω σου κι όσα λαμβάνεις κι ύστερα κάνε βαρύγδουπες δηλώσεις. Ακόμη, απόφυγε να μιλάς πριν ακούσεις διότι μπορεί να πέσεις στην παγίδα του μυαλού σου. Απόβαλε κάθε προκατάληψη ξεκινώντας κάθε διάλογο από το μηδέν. Χειραγώγησε όσα αισθάνεσαι και πάλευε για όσα νιώθεις. Ποτέ κανείς δε θα θυμάται όσα δεν είπες. Εκείνα που λες θα μένουν χαραγμένα όμως.

 

Συντάκτης: Μέρσα Τσακίρη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου