Είναι ακόμα καλοκαίρι και μέχρι να τελειώσει έχουμε πολύ ακόμα. Είναι 12 Αυγούστου και κάποιοι «Είμαστε ακόμα εδώ κι αυτό το καλοκαίρι». Είμαστε εδώ  –όποιο κι αν είναι το εδώ– δυναμώνουμε το ραδιόφωνό μας κι όλα γίνονται τραγούδια.

Τραγούδια ερωτικά, άλλα χαρούμενα, άλλα νοσταλγικά. Τραγούδια με νιάτα, αναμνήσεις, καλοκαιρινά, ωραία. Θέλει μουσική το καλοκαίρι, θέλει δροσιά, θέλει μελωδία. Πολλή μελωδία κι ακόμη πιο πολύ έρωτα.

Θέλει Νικόλα Παπάζογλου με έρωτες σαν εκείνους που τραγούδησε στον «Αύγουστο». Το δικό του μοναδικό Αύγουστο που έγινε μελωδία και στίχοι, που ζωντάνεψαν κι εμάς με ένα τραγούδι που αναρωτιέται «γιατί να ‘ναι λυπητερό» κι εμείς να δυναμώνουμε το ραδιόφωνο στο άκουσμά του και να ζούμε τους δικούς μας Αυγουστιάτικους έρωτες. Μεγάλε Νικόλα, πού είσαι να δεις ότι τραγουδάμε ακόμα τον έρωτά σου;

Το μυαλό μας ταξιδεύει συνεχώς. Τελειώνει ο «Αύγουστος», αλλάζουμε σταθμό κι ο Βαγγέλης Γερμανός μουρμουράει στα αυτιά μας «Κρουαζιέρα θα σε πάω». Όλες οι κρουαζιέρες του κόσμου γυρνάνε στο μυαλό μας με εκείνον τον ένα μοναδικό άνθρωπο που θα μας υποσχεθεί ένα καλοκαίρι γεμάτο θάλασσες, ήλιο, αγκαλιές και δημόσια φιλιά με γεύση από κοκτέιλ φράουλα.

Ίσως να μην είναι νησιά, ίσως να είναι «Χαβάη», αρκεί να είναι κάπου. Αρκεί να πάμε κάπου. Αρκεί εμείς να μαζεύουμε μαγιό κι αντηλιακά και το μυαλό μας να αρπάζει το μικρόφωνο από μία μπάντα και να τραγουδάει όπως η Άλκηστη Πρωτοψάλτη.

Γυρίζει το μυαλό, ταξιδεύει, ασυγκράτητο τραγουδάει ξέφρενα, για «Καλοκαιρινές διακοπές» τις εφηβικές μας. Εμείς, μια παρέα, κάτι βόλτες στην παραλία και μπίρες, πολλές μπίρες. Ανέμελα χρόνια, μοναδικά, από εκείνα που ζεις μια φορά και θυμάσαι για πάντα. Με απαγορευμένο αλκοόλ και κάτι μυαλά που τρέχουν από όνειρο σε όνειρο σε μια εφηβεία όλη δική μας. Χρόνια, από εκείνα που νοσταλγείς που ήθελες να γυρίσεις πίσω, να παγώσεις το χρόνο όπως εκείνη τη φωτογραφία που είχαμε βγάλει τελειώνοντας το λύκειο, αγκαλιασμένοι και βρεγμένοι απ’ τα μπουγέλα και με χαμόγελα τα αλλιώτικα, τα αληθινά, που δε χρειάζονταν φλας για να αναδειχτούν.

Ύστερα κάποια ραντεβού. Κρυφά ραντεβού κάπου, κάποτε, ένα μεσημέρι. Ανέμελα, αγνά ραντεβού. Ραντεβού που τελείωσαν με αγκαλιές ζεστές σαν ήλιος. Ραντεβού που τραγουδήσαμε φοιτητές αγκαλιασμένοι δυο-τρία στιχάκια απ’ τις  Δυτικές Συνοικίες σε κάποια συναυλία στη σχολή μας. «Καλοκαιρινά Ραντεβού» δικά μας «Καλοκαιρινό σ’ αγαπώ» μοναδικά.

Σε άλλη πράξη, κάτι έρωτες που κατέληξαν σε παραλία. Έρωτες που μπλέχτηκαν σε μοναχικά καλοκαιρινά πάρτι με κιθάρα, φεγγάρι, αστέρια κι αγάπη. Αγάπες που δεν κοιμήθηκαν, που βράχηκαν μια νύχτα στη θάλασσα, ήπιαν κρασί, ερωτεύτηκαν μέσα σε μια βραδιά. Μια βραδιά που προσμένουμε από χρόνια κι ήρθε ξαφνικά και απροειδοποίητα. Ήρθε με μελωδία απ’ τους Φατμέ και με προτροπές «Απόψε λέω να μην κοιμηθούμε» και δεν κοιμήθηκαν αυτοί οι έρωτες. Δεν κοιμήθηκαν για πολλά βράδια, όχι μόνο για ένα συντροφιά με το ραδιόφωνο να παίζει τις μελωδίες.

Άλλα χρόνια να μας βρίσκουν στο νησί. Ένα «Καλοκαίρι στην Αμοργό», με φίλους, στιγμές, ξημερώματα στο Αιγαίο και μια μικρή σαν τσίμπημα μελαγχολία. Τότε που στις διακοπές δεν ήρθε μαζί μας κι αφήσαμε τα συναισθήματά μας στην πόλη και τις βαλίτσες μας στη χώρα του νησιού. Να αναζητάμε στο ξημέρωμα την προηγούμενη «Μια νύχτα με πανσέληνο» και να τη βρίσκουμε καταγραμμένη στην απουσία εκείνου του ανθρώπου.

Κι εκείνη η πανσέληνος να γίνεται ακόμη πιο μεγάλη απ’ τη φωνή της Χαρούλας Αλεξίου που ενώ θα τονίζει την απουσία αυτού του κάποιου ανθρώπου που θα έπρεπε να μοιράζεται τα μάτια του μαζί της, να μας φωνάζει ότι παρ’ όλα αυτά είναι «ωραία» κι ήταν πράγματι.

Κάθε συναίσθημα κι ένα τραγούδι, κάθε στιγμή και μια μελωδία. Καμία στιγμή δε θα ήταν ίδια αν από μακριά δεν ερχόταν στα αυτιά μας εκείνος ο ήχος. Μια μελωδία και καρπούζι. Πολύ καρπούζι και λίγο μπλε ή μάλλον πολύ μπλε και μουσικές, πολλές μουσικές. Άλλες μεγάλες κι άλλες μια σταλιά. Όλες όμως δικές μας κι αγαπημένες.

Γιατί αν δε μιλούσαν τα τραγούδια, θα επικρατούσε εκνευριστική ησυχία. Γιατί τίποτα δε θα ήταν το ίδιο. Γιατί το μπλε δε θα ήταν τόσο έντονο. Γιατί χωρίς αυτές τις μελωδίες δεν είναι καλοκαίρι. Γιατί θα ξεχνούσαμε τις αναμνήσεις μας. Γιατί θα ξεχνούσαμε τον έρωτα. Γιατί χωρίς αυτά τα τραγούδια, δε θα τραγουδάγαμε μαζί αγκαλιά κι αυτό μπορεί να μη σημαίνει τα πάντα, αλλά είναι κάτι.

Συντάκτης: Πέννυ Πηττά
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη