Όλοι οι άνθρωποι έχουν κουσούρια αλλά και φίλους με κουσούρια. Άλλοι είναι γκρινιάρηδες κι όπου και να τους κυκλοφορήσεις θα έχουν κάτι κακό να πουν, άλλοι είναι πεισματάρηδες και πάτε πάντα εκεί που θέλουν, άλλοι είναι ανασφαλείς και ντροπαλοί κι οξύθυμοι.

Όλους τους αγαπάς εξίσου, όσο κι αν σε τσαντίζουν, αλλά εκείνον που δε θα συγχωρέσεις ποτέ είναι εκείνον το φίλο που όταν τον πρωτογνώρισες νόμισες πως πάσχει από κάποια ασθένεια μέχρι τη στιγμή που τον είδες να τρώει κι η σκέψη της ασθένειας αντικαταστάθηκε από μία απορία που ακόμη σου βασανίζει το μυαλό: «Πού στο καλό χωράει όλο αυτό το φαΐ σ’ έναν τόσο εκνευριστικά αδύνατο άνθρωπο;»

Είναι εκείνος ο μόνιμα πεινασμένος άνθρωπος, που θα φάει τα κουλουράκια στην καφετέρια, πίνει έξτρα γλυκιά σοκολάτα με σαντιγί, στο μπαρ θα φάει όλα τα πατατάκια και τους ξηρούς καρπούς και στο τέλος της ημέρας θα φάει κι ένα πιτόγυρο μεγάλου μεγέθους.

Τον μισείς θανάσιμα, ενώ παράλληλα είσαι πεπεισμένος πως έχει κάνει κάποια συμφωνία με το διάβολο. Σίγουρα πούλησε την ψυχή του για να μπορεί να τρώει χωρίς να βάζει ούτε δράμι, ή κι όχι. Είναι η ζωντανή απόδειξη πως η φύση με κάποιους ήταν γενναιόδωρη και με άλλους πάλι καθόλου. Τρώει από φακές και ρεβίθια μέχρι και κάτι περίεργα φαγητά που κάνει η γιαγιά μου, που δεν τα τρώει κανείς κι όλοι αναρωτιούνται τι έχει μέσα.

Το πιο σατανικό βέβαια είναι πως όταν οι άλλες μανάδες έσερναν τα παιδάκια τους στα ποδόσφαιρα, τα μπαλέτα, τα κολυμβητήρια και τα άλλα συναφή, εκείνο το κυνηγούσαν από πίσω να φάει κι από μήνα σε μήνα άλλαζε άθλημα, γιατί βαριόταν.

Ακόμη και σήμερα αυτός ο αξιαγάπητος φίλος σου, ενώ όλοι λιώνετε στα γυμναστήρια και μετανιώνετε κάθε μπίρα και κάθε σουβλάκι, εκείνον ακόμη τον κυνηγά η μάνα του από πίσω να τον ταΐσει, γιατί «αδυνάτησε το καημένο, δεν τρώει τίποτα».

Είναι όμως ο καλύτερος city guide για εστιατόρια, καντίνες και γυράδικα στην πόλη. Ξέρει πού θα βρει το καλό βρόμικο, που θα έχει τον καλύτερο τσιπουρομεζέ, ακόμη και ποιος κινηματογράφος έχει τα καλύτερα ποπ κορν.

Απαράβατος κανόνας δε βάζεις ποτέ στοίχημα μαζί του ποιος θα φάει πιο πολλά σουβλάκια, γιατί είναι προφανές πως και θα χάσεις και θα είσαι ο μοναδικός που θα αποφεύγει για κάνα μήνα να κοιτάζεται προφίλ σε ολόσωμο καθρέφτη. Τον αγαπάς και τον θαυμάζεις, ίσως φέρνει σε κάποιο καρτούν, έτσι ψηλός και πολύ αδύνατος που είναι, κι όμως είναι ένα παιδί θαύμα.

Τον φθονείς πολλές φορές και σε εκνευρίζει άλλες τόσες όταν τον ακούς να παραπονιέται «Πω, πω έχω ένα φούσκωμα!» και κοιτάς απελπισμένος την κοιλιά του, όπου στη χειρότερη να ξεχωρίζει ένα δυσδιάκριτο καρούμπαλο κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή θέλεις να ανοίξεις μία τρύπα στο έδαφος και να χώσεις το κεφάλι σου σαν στρουθοκάμηλος γεμάτος απελπισία.

Έχουν πλήρη άγνοια ότι είναι αδύνατοι σαν να βγήκαν χθες στον κόσμο, λες και δεν έχουν ακούσει ποτέ τις λέξεις «χοντρός», «αδύνατος», «κοκκαλιάρης». Δεν μπορείς να τους προσάψεις κάποια ιδιαίτερη αυτοπεποίθηση, απλώς αδιαφορία.

Όπως δεν τους ενδιαφέρει ιδιαίτερα το δικό τους βάρος, έτσι δε θα ασχοληθούν ποτέ και με το βάρος του άλλου. Δε θα κοιτάξουν ποτέ με περιφρόνηση ένα γεμάτο άνθρωπο, επειδή ακριβώς δε γνωρίζουν από τέτοιου τύπου διακρίσεις.

Είναι ταλέντο, χάρισμα, κατάρα δε θα μάθεις ποτέ, είναι κάτι εκνευριστικό για όλους όσοι συναναστρέφονται με τέτοιους ανθρώπους, αλλά και κάτι άκρως εντυπωσιακό. Ωστόσο, δε θα πάψεις ποτέ να τους αγαπάς και να λατρεύεις την παιδικότητα με την οποία αντιμετωπίζουν το φαγητό κι αυτή την ικανότητα του σώματός τους, χωρίς να έχουν αίσθηση πόσο τυχεροί είναι.

Αυτοί λοιπόν είναι οι φίλοι σου, οι αδύνατοι, που πάντα θα τρώνε περισσότερο απ’ όσα τρώει όλη η παρέα ως σύνολο και θα εξακολουθεί να ρίχνει το μέσο όρο βάρους αυτής. Θα σε πηγαίνει στα πιο καλά σουβλατζίδικα και θα γκρινιάζει για το ανύπαρκτο πρήξιμό του, ενώ εσύ θα χτυπάς μετάνοιες για κάθε μία μπουκιά από τούρτα και θα τον αναθεματίζεις που τόλμησε και γκρίνιαξε.

Είναι εκείνος ο φίλος σου που έχει το σώμα μοντέλου, το στομάχι υπέρβαρου και την αντίληψη μικρού παιδιού και για όλα αυτά τον θαυμάζεις, τον αγαπάς και τον φθονείς καθημερινά με την ίδια ένταση.

Συντάκτης: Μαριάνα Μάργαρη
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου