Να ζήσουν οι αναρχικοί, αυτοί που καρφώνουν στο κεφάλι τους την ηδονή της τρέλας και μέσα σε μία νύχτα κάνουν όσα έχουν σκεφτεί.

Αυτοί που δεν είναι χαζοί και ζουν ακραία. Αυτοί που τολμούν να ξεδιπλώσουν τον εαυτό τους με λίγα ποτηράκια τσίπουρο στους ήχους του «χαμένου ρούχου» από τον Μάλαμα.

Μια καλοκαιρινή βραδιά, μερικοί αγαπημένοι φίλοι, λίγο τσίπουρο ανακατεμένο με λεμονάδα και μια συναυλία. Αυτά και μόνο είναι αρκετά. Γουλιά τη γουλιά αρχίζει να θολώνει ο κόσμος. Αγκαλιάζεις τον διπλανό σου χωρίς να σε νοιάζει. Τον κερνάς μια γουλιά από το πλαστικό μπουκαλάκι που έχεις γεμίσει με το μαγικό φίλτρο. Εκείνος σε κερνάει από το δικό του. Ανακατεύεις τα ποτά, όπως ακριβώς ανακατεύεσαι στο πλήθος.

Αγκαλιάζεστε και χοροπηδάτε όλοι μαζί τραγουδώντας δύο ακόμα αγαπημένους στίχους. Οι άγνωστοι γίνονται γνωστοί και όλοι γίνονται ένα.

Το μεθύσι δεν αργεί να έρθει. Βρίσκεσαι να φιλάς έναν που δε θα μπορούσες να το κάνεις ποτέ νηφάλιος, αλλά τώρα είσαι απαλλαγμένος από αναστολές. Οι σκέψεις που κανονικά σε απασχολούν, ξεχνιούνται μες στον κόσμο, κι εσύ διασκεδάζεις κι ας ντρέπεσαι για το επόμενο πρωί.

Κάποιος άλλος σου ζητάει το τηλέφωνο σου, το δίνεις, εκείνος δεν το γράφει πουθενά, θα το θυμάται το πρωί σου λέει, δεν τον πιστεύεις, όμως δεν έχει σημασία.

Ξεχνάς δίαιτες και διατροφές, αγοράζεις ένα βρώμικο από την καντίνα απ’ έξω και το τρως με μεγάλη όρεξη.

Οι καθωσπρεπισμοί σου εξαφανίζονται και επιτέλους ζεις και ας είναι για λίγες θολωμένες στιγμές, που άλλες θα θυμάσαι το πρωί ενοχικά, και άλλες δε θα θυμάσαι καν.

Βρίσκεσαι να «ξελαφρώνεις» στην πρώτη πλατεία που βρίσκεις χωρίς να σκεφτείς τους περαστικούς, δε σε νοιάζει αν βλέπουν. Άλλωστε ούτε νηφάλιο σε νοιάζονται ιδιαίτερα, ένα βλέμμα για να έχουν κάτι να σχολιάσουν κι ύστερα κλείνονται στα δικά τους. Στην εποχή του ωχαδερφισμού και των ΑΤΜ κατάφερες για λίγο να ξεχαστείς, κι αυτό, αν και δεν είναι τα πάντα, είναι τουλάχιστον κάτι.

Δεν έχουν όλα τα ποτά την ίδια γεύση, κι όμως σου αφήνουν όλα αυτή που τα πρωινά αποφεύγεις γιατί ξεπερνάει την καθημερινότητά σου.

Αν δεν ξεχειλίσει η καρδιά σου από εσένα, αν δε σπάσεις τη σιωπή σου, αν δε χορέψεις ξυπόλητος στην άσφαλτο, αν δε φωνάξεις για όσα σε σφίγγουν, αν δεν καείς από τις γουλιές του τσίπουρου, πώς περιμένεις να ζήσεις μια συναρπαστική ζωή; Πώς περιμένεις να φύγεις από τα τίποτα, τα ανείπωτα και τους φόβους σου;

Το να γίνεσαι λιώμα από τα ποτά δεν είναι μαγκιά αλλά το να τολμάς να ξεφεύγεις από την πραγματικότητα που σε παγιδεύει είναι αλητεία, κι η αλητεία είναι γοητευτική.

Όταν το επόμενο πρωί ξυπνήσεις με τη φράση «δεν ξαναπίνω», έχεις επανέλθει στην πραγματικότητα. Έχεις μόλις πει την πιο αφερέγγυα φράση στην ιστορία των πρωινών ξυπνημάτων και η ζωή συνεχίζεται, μέχρι την επόμενη διέξοδό σου.

Αν ντραπείς που ξημερώθηκες σε άγνωστα κρεβάτια, αν σκεφτείς την ώρα που έκανες εμετούς στο δρόμο και θέλεις να κρυφτείς από τις σκέψεις σου, τότε έχεις ξυπνήσει με το αλκοόλ να ρέει στο αίμα σου, και είσαι στο σωστό πρωινό, εκείνο της επόμενης μέρας.

Έχεις επαναφέρει τη ζωή σου σε τάξη αλλά έχεις κρατήσει την καρδιά σου σε αταξία, γιατί έτσι «πρέπει». Μη προσπαθήσεις να ξεχάσεις τα μεθύσια που σε φέραν σε αυτό το πρωινό, γιατί όσα προσπαθείς να λησμονήσεις, είναι ακριβώς εκείνα που σε κρατάν στη ζωή. Εκείνα που θα θυμάσαι και θα γελάς, αυτά που σε δέσανε με νέους και παλιούς φίλους.

Οι νύχτες που φέραν στη ζωή σου τον έρωτα και ας κράτησε μόνο για λίγο ή για πολύ μόνο στις σκέψεις σου.

Να μάθεις να μπλέκεσαι στις σκέψεις σου και ας είναι μερικά ποτήρια που θα σε ξεμπλέξουν από αυτές, που θα σε απελευθερώσουν.

Από την άλλη, υπάρχει και ο χυμός· θα μπορούσαμε να μείνουμε σε αυτόν. Όμως ο χυμός δεν περιέχει ουσία ειλικρίνειας και είμαστε πολύ φοβισμένοι για να ξεγυμνώσουμε τις σκέψεις μας με λεμονάδες.

Γι’ αυτό λοιπόν, βάλτε να πιούμε.

Συντάκτης: Πέννυ Πηττά