Μια εικόνα, χίλιες λέξεις λέει ο σοφός και πανούργος λαός. Κι άδικο δεν έχει θα πω εγώ, αφού τον κανόνα επιβεβαιώνουμε κι οι ίδιοι καμιά φορά, με τη στάση και τη συμπεριφορά μας προς τους άλλους. Η μάστιγα του εκφραστικού προσώπου, μπορεί κάλλιστα να αποτελέσει αντιπροσωπευτικό δείγμα της παροιμίας, καθώς αν έχεις κι εσύ τη μούρη που τσαλακώνεται εύκολα κι αβίαστα, δε χρειάζεται να εξηγείς τι νιώθεις. Η εικόνα μιλάει από μόνη της κι είμαι εδώ για να θίξω κυρίως εκείνες τις περιπτώσεις που δεν είναι υπέρ μας αυτή η εκφραστικότητα.

Χαιρετάς γνωστό στον δρόμο που δε σου κάθεται και πολύ καλά και τσουπ, ζαρώνεις τη μύτη, σαν να μυρίζεις χαλασμένη φέτα καθώς ξεστομίζεις το “γεια τι κάνεις;” Δεν το λες και ταλέντο επικοινωνιακής δεινότητας, καταλαβαινόμαστε φαντάζομαι. Σαν παθούσα στον κλάδο εξυπηρέτησης πελατών, μπορώ να πω πως τα πράγματα δυσκολεύουν όταν άλλο σου λέει ο εγκέφαλος κι άλλα πρέπει να πεις εσύ. Η κούραση, ο εκνευρισμός ή η οργή καμιά φορά από έναν έξτρα «αγαπημένο» πελάτη, μπορεί να σε πείσει πως το χαμογελάκι εκείνο που έσκασες στο τέλος της επαφής σας δεν ήταν αρκετό για να κρύψεις την ξινίλα σου. Κι άλλα πολλά, οι παρουσίες σε οικογενειακά τραπέζια ας πούμε. Εκείνα τα σταυρωτά φιλιά με τις αγαπημένες θείες, που αν έστηναν μια κάμερα με ζουμ στο πρόσωπό σου τις στιγμές εκείνες θα αναρωτιόσουν αν τα αγγουράκια τουρσί μεταμορφώνονται σε άνθρωπο.

Είναι ενοχλητικό να το πάρουμε κι απ’ την άλλη, κάθε φορά να σε σκουντάνε οι φίλοι σου έξω και να σου λένε ψιθυριστά στο αυτί “φτιάξε τη φάτσα σου, φαίνεσαι”. Ναι το ξέρω, μπορώ να κυκλοφορώ και με αυτές τις ωραίες τις κουκούλες του ληστή για να νιώθω ασφαλής στο καθημερινό ανεπιθύμητο socializing. Πως δεν το σκέφτηκα! Γιατί, ας πούμε, να είναι γοητευτικό και γαμάτο μόνο στη φάτσα του Cillian Murphy, που όταν κοιτάει με απαξίωση γίνεται viral; Απορίες εκφράζω και παράπονα, δεν κρίνω.

Η δύναμη του προσώπου, το στόμα που ζαρώνει, το γρήγορο βλεφάρισμα όταν το θέαμα ξενίζει είναι όλα σημάδια που μαρτυρούν πως η γλώσσα του σώματος σε βάζει κάτω και σε κάνει κομμάτια. Δύσκολο φορτίο όταν καθημερινά, όπως όλοι μας άλλωστε, αναγκάζεσαι να έρθεις σε επαφή με ανθρώπους που δε σου αρέσουν, δε συνεννοείστε, δε συμπαθιέστε, ή στην τελική μπορεί απλώς να εξαντλήσουν την υπομονή σου. Αν σε όλα αυτά γνέφεις καταφατικά -ελπίζω γελώντας- τότε ναι, είσαι έρμαιο του συναισθήματός σου.

Τα καλά της υπόθεσης είναι πως δεν μπορεί κανείς αυτούς τους ανθρώπους να τους πει υποκριτές ή δήθεν. Πολύ απλά γιατί δεν είναι. Αυτός ο συνάδελφος που σε βλέπει και θέλει να ξεράσει, δεν πρόκειται να σου χαμογελάσει ψεύτικα και μετά να σε θάψει σε όλο το γραφείο. Δεν μπορεί, το ίδιο του το σώμα μιλάει και κάνει δηλώσεις, όχι πολύ φιλικές. Η ανεπιθύμητη -στην προκειμένη- εκφραστικότητα, κρύβει ένα στοιχείο χύμα στον χαρακτήρα, αυθόρμητο κι ακατέργαστο, που αν και δείχνει άγαρμπο πότε-πότε, είναι αληθινό. Ακόμα κι αν κινδυνεύεις να χαρακτηριστείς ξινός, κρύος ή η κακιά πεθερά της παρέας που σε κοιτάει και σε κρίνει με το βλέμμα, ίσως η μαγκιά να είναι πως δε σε νοιάζει και πολύ στο τέλος της μέρας. Από την άλλη, τα πράγματα σκουραίνουν όταν συνειδητοποιήσεις πως χρειάζεσαι κάποιον δίπλα σου να σε σκουντάει προκειμένου να μη φαίνεσαι μονίμως στραβωμένος, αρπαγμένος με τη ζωή την ίδια. Κάτι χάνεις κάτι κερδίζεις, τι να κάνουμε.

Όπως και να έχει, δύο είναι τα τινά: Αν θέλουμε να παινεύουμε την εκφραστικότητα θα το κάνουμε και για τη μια της πλευρά και για την άλλη, έτσι για να ‘ξηγιόμαστε. Επίσης, αν δεν ήμασταν κι εμείς σε μια άκρη στην παρέα, σαν τις τσούσκες που λένε και στο χωριό μου, να λέμε “σε σιχαίνομαι” με τα μάτια, πόσες συζητήσεις θα ήταν άχαρες, αδιάφορες; Πριν κρίνετε, σκεφτείτε μονάχα αυτό.

Συντάκτης: Αλίκη Μουσμούλα
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου