Με την επικαιρότητα να τρέχει σε ρυθμούς πολύ γρήγορους, τα φώτα στρέφονται για άλλη μια φορά στη δίκη Φιλιππίδη, που βλέπουμε να φτάνει στο τέλος της σιγά-σιγά. Με τον ηθοποιό να βρίσκεται στη φυλακή από τον Ιούλιο του 2021, ξεκίνησε τις τελευταίες μέρες η απολογία του, έπειτα από τις καταθέσεις των ηθοποιών που τον κατήγγειλαν. Τα γεγονότα συνοδεύονται από μια πικρία, με τον φόβο το συναίσθημα αυτό ν’ αποτελέσει πραγματικότητα, που θα πρέπει να χωνευτεί. Και φυσικά, μιλάμε για την πρόταση της εισαγγελέως να αθωωθεί για το αδίκημα του βιασμού κατ’ εξακολούθηση, όχι όμως για τις απόπειρες σε βάρος των συναδέλφων του.

Πιο συγκεκριμένα, η εισαγγελέας στήριξε την πρότασή της, λέγοντας πως υπάρχουν αμφιβολίες για την ορθότητα τέλεσης του αδικήματος, πως οι καταθέσεις του θύματος διέφεραν ως προς το περιεχόμενο και τη λεπτομερή αναφορά των γεγονότων, συγκριτικά μ’ αυτά που ειπώθηκαν στο ΣΕΗ και στην ανακρίτρια. Σε άλλο σημείο της εισαγγελικής αναφοράς, παρατηρήθηκε πως με βάση τα γεγονότα, το θύμα μετά τον βιασμό που είχε υποστεί από τον Φιλιππίδη, φαίνεται να είχε συνεργαστεί ξανά μαζί του, όπως και να είχε παραστεί σε θεατρική του πρεμιέρα. Κι όλα αυτά, υποστηρίχθηκαν κάτω από το πέπλο αμφιβολιών, κατηγοριών που είναι αδύνατον να οδηγήσουν το δικαστήριο σ’ ένα συμπέρασμα ασφαλές για το μέλλον κυρίως του φερόμενου θύτη και δευτερευόντως των θυμάτων του.

Δεν είμαστε εδώ όμως για ν’ αναλύσουμε την δικονομική πλευρά του θέματος- αυτή η ώρα κοντοζυγώνει άλλωστε. Η θλίψη κι η απογοήτευση που συνοδεύει για ακόμη μια φορά το γεγονός, είναι πως σε τέτοια εν δυνάμει εγκλήματα, σε τέτοιες πράξεις που καθιστούν ανθρώπους θηράματα στα χέρια των ισχυρών, η αμφιβολία, λειτουργεί με τρόπο βασανιστικό. Πώς αποδεικνύεις έναν βιασμό; Πώς πείθεις ένα δικαστήριο αν βίωσες ή όχι αυτά που καταγγέλλεις και τελικά ισχύει, ακόμα και σ’ αυτές τις περιπτώσεις, το πατροπαράδοτο, “ο λόγος μου εναντίον του δικού σου”; Μια πρόταση αθώωσης δεν αποτελεί απόφαση, εκφράζει όμως την εντύπωση που έχουν γεννήσει οι δύο πλευρές. Απέναντι σε κάθε κατηγορητήριο, και σε κάθε υπεράσπιση αντίστοιχα, γνωρίζουμε πως θα έρθουν στιγμές που οι μάρτυρες θα νιώσουν γυμνοί, εκτεθειμένοι για όσα λένε, ενώπιον άγνωστων και μη ανθρώπων. Και η σκέψη μου γυρίζει και πάλι, σ’ αυτές τις γυναίκες, που στεκούμενες μπροστά σ’ ένα εδώλιο, αντιμετωπίζουν ξανά την υποψία πως καταθέτουν ψευδώς τέτοια τερατουργήματα σε βάρος του Φιλιππίδη.

Οι δικηγόροι του σε πρόσφατες τηλεοπτικές δηλώσεις, στάθηκαν στο επιχείρημα πως ηθοποιοί όπως η Δροσάκη, η Αναστασοπούλου και η Παπαχαραλάμπους δεν είχαν την τύχη να απολαύσουν την αγάπη, το χειροκρότημα, και τη δημοσιότητα του Πέτρου Φιλιππίδη κι αντλούν φως και προσοχή τώρα, με μια υπόθεση όπως αυτή. Εδώ, αξίζει να σηκώσει κανείς τα μανίκια, και να κάτσει να καταλάβει, τι εστί λασπολογία, τι παραπλάνηση και τι προσβολή. Όποια κι αν είναι η αλήθεια, είτε ο άνθρωπος αυτός είναι θύμα πλεκτάνης είτε ένας αδίστακτος παρενοχλητής που μεγαλουργούσε στο όνομα του ταλέντου του, κάπου στη μέση τα σενάρια συναντιούνται. Το θέμα πια αγγίζει ευαίσθητες κοινωνικές χορδές, ξύνει πληγές και θίγει υπολήψεις κι ανθρώπους, γιατί δεν του δίνεται η αρμόζουσα μεταχείριση. Δεν έχει νόημα να βασίσεις τόσο σοβαρές κατηγορίες, στην ανάγκη δημοσιότητας, γιατί το θέμα δεν είναι αυτό, δυστυχώς. Δεν έχει νόημα επίσης, να εξηγήσεις πως η έννοια της αμφιβολίας, δίπλα στην εικόνα του βιασμού, δυστυχώς στέλνει πολύ λάθος μηνύματα. Κατά βάση, στους άμεσα ενδιαφερόμενους της υπόθεσης και σε μια δεύτερη ματιά, σε όσους παρακολουθούν και βγάζουν συμπεράσματα για το πόσο πρέπει να ματώσει ένας άνθρωπος προκειμένου ν’ αποδείξει όσα του συνέβησαν.

Η εισαγγελέας Σ. Στόγια, τελειώνοντας την αγόρευσή της, πρότεινε την ενοχή του Φιλιππίδη για τις απόπειρες βιασμού, ενώ τον χαρακτήρισε εξουσιαστικό, έναν άνθρωπο που άκουγε «όχι» και γινόταν αγρίμι. Έθιξε επίσης το ζήτημα στην ερώτηση που πολλοί κάνουν, έμμεσα ή άμεσα: Γιατί τώρα; Κι όπως είπε και η ίδια, «γιατί τώρα ήταν έτοιμες να μιλήσουν». Τα συναισθήματα για όσα βλέπουμε να εκτυλίσσονται είναι περίπλοκα. Η καλή πλευρά είναι πως δεν επικρατεί πια τύφλωση, πως δε μιλάμε για ταλέντο, αγάπη του κόσμου και συκοφαντίες, απέναντι σε όσα βαραίνουν έναν άλλοτε, υπέρ αγαπητό άνθρωπο. Η κακή και σκοτεινή, εστιάζει σε μια γενικότερη εικόνα. Πως αν έχεις την ατυχία να βρεθείς στη θέση του θύματος, χάνεται το όριο μεταξύ προσπάθειας αποδείξεως των γεγονότων κι ατίμωσης των ανθρώπων που στέκονται μπροστά για πουν τη δική τους πλευρά της ιστορίας.

Όποια κατάληξη κι αν έχει η δίκη, ελπίζουμε όταν αυτή τιτλοφορηθεί με τη λέξη “δικαιοσύνη”, να της ταιριάζει πραγματικά.  Για να μη ζήσουμε ένα ακόμη φιάσκο, με ανθρώπους ρημαγμένους.

Συντάκτης: Αλίκη Μουσμούλα
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου