Κατάλαβα πώς είναι να ωριμάζεις όταν έπαψα να έχω την πολυτέλεια να χαλιέμαι συστηματικά για φταιξίματα και συμπεριφορές άλλων. Όταν διαπίστωσα πως δεν είχα πια το δικαίωμα να κάνω αρνητικές  σκέψεις ή να βυθίζομαι σε έναν κυκεώνα από δακρύβρεχτες και συγκινησιακές αναμνήσεις.

Αντιλήφθηκα πως η ωριμότητα μου χτύπησε την πόρτα όταν δεν είχα πλέον την ευχέρεια να περάσω απλά μια κακή μέρα με τον εαυτό μου, να βάλω τα κλάματα, να κλείσω την πόρτα μόνη, να χαθώ μέσα στους τοίχους μου και να ουρλιάξω μέχρι να πονέσει το λαρύγγι μου. Δεν είχα χρόνο γι’ αυτά. Μα το σημαντικότερο δεν είναι πως δεν είχα τον χρόνο ή το δικαίωμα, οι συνθήκες δε μου το επέτρεπαν πια. Έπρεπε να διαλέξω. Περιθώρια δεν υπήρχαν άλλα.

Τις ώρες εκείνες που κουράζεσαι να το παίζεις δυνατός φτάνει να σου θυμίσω πως ο λόγος, που είσαι δυνατός και δεν τα κάνεις όλα άνεμο και καπνό, που δεν τα παρατάς ποτέ και δε ζητάς τα ρέστα, είναι για κάποιον άλλον έξω απ’ τον εαυτό σου. Δεν είναι γιατί επιζητάς κάποιου είδους βραβείο ή έπαινο. Ξέρεις, δεν έχουν να κάνουν όλα με σένα. Το ξέρεις. Είναι για κάποιον που αγαπάς πολύ και παίρνει απ’ τη δύναμή σου ξανά ζωή.

Αυτό, τελικά, είναι η ωριμότητα. Όταν γίνεσαι ο πιο δυνατός από όλους τους άλλους, όχι για σένα, αλλά για ‘κείνους. Όχι γιατί δεν έχεις άλλη επιλογή, αλλά από επιλογή και βαθιά επίγνωση, αυτό είναι ωριμότητα.

Μ’ αρέσουν τα δύσκολα. Έχουν μια γοητεία. Βλέπεις την αλήθεια. Πέφτουν οι μάσκες. Τελειώνει το καρναβάλι. Αρχίζει το ξεσκαρτάρισμα. Κάποιος μου είπε κάποτε πως δύναμή σου είναι οι άνθρωποί σου. Πόσο λάθος είχε. Δύναμή σου είναι να περπατάς μόνος, περήφανος κι αλύγιστος. Να μην έχεις ανάγκη κανέναν γιατί τα πάντα είσαι εσύ. Το θάρρος, η τόλμη, η επιμονή, η στρατηγική, ο έλεγχος, η νίκη∙ όλα είναι εσύ. Μα ποιος γελιέσαι πως θα στα δώσει όλα αυτά; Άλλη δουλειά δεν έχει; Ζωή; Καριέρα; Εαυτό; Ξύπνα, δες τον κόσμο που ζεις.

Είναι οι άμυνές σου. Οι αιώνιοι οι φόβοι σου. Τα ένστικτά σου. Οι αδυναμίες σου. Τα σπαστικά σου κολλήματα. Οι τρελαμένες σκέψεις σου. Οι παράλογες ευαισθησίες σου. Οι έξαλλες πεποιθήσεις σου. Οι ισχυροί σου πόθοι. Τα απατηλά σου όνειρα. Οι ματωμένες πληγές σου. Οι άνθρωποί σου. Οι άνθρωποι που διαλέγεις για ανθρώπους σου. Οι άνθρωποί σου κι η αύρα τους όταν σε πλαισιώνουν, σου μιλάνε και σου γελούν. Είναι όλα αυτά που συναρμολογούν εσένα, αυτά που θα σε σώσουν σε κάθε μοναδικό περιστατικό στο διάβα σου.

Γιατί όλα είναι εσύ, κάθε γωνίτσα του περίπλοκου, ατελείωτου κι ατίθασου εαυτού σου, είναι εσύ. Αυτού του ανεξερεύνητου κι ανεξάντλητου πλούσιου βυθού μέσα στον οποίο θα μάθεις με τα χρόνια και τις φουρτούνες να κολυμπάς και να τα φέρνεις πάντα βόλτα. Όλα είναι το λατρεμένο «εσύ» σου.

Κατάφερα και κουβάλησα τον εαυτό μου μέχρι τη νύχτα για ακόμα μια μέρα. Τον άδειασα ολόκληρο μέσα σε τέσσερις ψυχρούς τοίχους δωματίου. Όλους τους δαίμονές του κι όλους τους φόβους του. Έκαψα όλες τις μάσκες και τα προσωπεία του μέσα σε εκείνη τη φωτιά που με έκαιγε μέρα-νύχτα. Βαλάντωσα στο κλάμα μέχρι που δεν είχε άλλο δάκρυ. Φώναξα σιωπηλά για να μην ξυπνήσω κανέναν. Μόνο οι δαίμονες κι εγώ μείναμε ξύπνιοι. Καθίσαμε και βάλαμε όρους κι υποσχέσεις. Τους απείλησα πως τα όνειρά μου δεν πρόκειται να τ’ αγγίξουν.

«Εμένα μπορείτε να με σέρνετε μέχρι τα πατώματα, να με διαλύετε κι εγώ να ξαναγεννιέμαι, μα το όνειρά μου, μα το Θεό, μην τολμήσετε να τα πειράξετε. Μην τα μολύνετε. Δεν είναι για σας. Και τι ξέρετε εσείς απ’ αυτά; Είστε δαίμονες που λεηλατούν φτερά».

Συντάκτης: Άννα-Μαρία Χάσικου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη