Το τηλέφωνο χτυπούσε ενοχλητικά μέσα στ’ αυτιά του. Ο ήχος του ερχόταν σαν κεραυνός να ξυπνήσει το παρελθόν του. Αλλά δεν ήταν ο συριστικός θόρυβός του που τον γέμιζε ανησυχία και φόβο. Το κουδούνισμα αυτό ξυπνάγε μια ολόκληρη εποχή που προσπάθησε να θάψει μέσα του. Πρόσωπα που προσπαθούσε μια ολόκληρη ζωή να τους ζητήσει συγγνώμη. Ολόκληρη η ζωή του χωρισμένη σε δύο κομμάτια, πριν και μετά.

Σήμερα στέκονταν ορθός, παρά τα χρόνια που βάραιναν την πλάτη του στο μεγάλο του σπίτι στην θαλπωρή των παιδιών του και των φίλων του.  Έχοντας δημιουργήσει κάτι σταθερό και συμπαγές , μια ζωή ζηλευτή. Στο πλάι του μια σύντροφος ισχυρή και που τον αγάπησε από την πρώτη στιγμή και χάρη στον δυναμισμό της και την ισχυρή της θέληση άντεξαν, πρόκοψαν , δουλεύοντας μαζί γι αυτό το σπιτικό όπως τα χέρια του κωπηλάτη δουλεύουν ταυτόχρονα με ρυθμό τα κουπιά της βάρκας.

Όμως η ζωή δεν ήταν πάντα έτσι, υπήρξε καιρός που την καθημερινότητα του την συντρόφευε το άγχος της επιβίωσης.  Έζησε πεταμένος σαν ανθρώπινο σκουπίδι ανάμεσα σε ξένους, διωγμένος από την χώρα που γεννήθηκε.

Δεν υπάρχει άνθρωπος που να ξεριζώθηκε από τον τόπο του που να μην φέρει το μαρτύριο αυτό σαν εμπειρία θανάτου. Όμως οι άνθρωποι ξεχνούν, μαθαίνουν, συνηθίζουν, αφομοιώνονται από τις καινούριες τους συνθήκες και ανθίζουν σε αυτές.

Εκείνος άνθησε, ξεπέρασε, αφομοιώθηκε και  ξέχασε. Έκανε όνειρό κακό μέσα του όλα εκείνα όσα πέρασε στον αγώνα του να σωθεί. Τον πόλεμο που τον κυνηγούσε στην πατρίδα του, τα χιλιόμετρα με γυμνά και ματωμένα πόδια, τις μέρες το μόνο νερό που είχε ήταν ο ιδρώτας. Έθαψε μέσα του το κυνήγι από τους αστυνομικούς και τους συνοριοφύλακες, το κυνήγι από τους δυνατότερους «συμπατριώτες» του, το κυνήγι από τους ντόπιους που τον έβλεπαν σαν μίασμα στην Γή τους, λες και τους έκλεβε το φως και τον αέρα. Τα ξέχασε όλα.

Ξέχασε τα μαύρα μαλλιά της γυναίκας του και το βαθύ πράσινο στα μάτια της , ξέχασε πως στην μέρα που παντρεύτηκαν παιδιά ακόμα, του είπε πως είναι όμορφός σαν κέδρος. Ξέχασε το πρώτο τους φιλί, την πρώτη φορά που έκαναν έρωτα κρυφά στο δάσος. Ξέχασε πως ένιωσε όταν του είπε ότι θα φέρουν στον κόσμο ένα παιδί, ξέχασε πόσο έκλαψε.  Ξέχασε το γέλιο του παιδιού του και την λάμψη στα μάτια του όταν τον έβλεπε.

Δεν μπορούσε να ξεχάσει  όμως τον φόβο που σου προκαλεί ο πόλεμος, την απελπισία που σου προκαλεί η πορεία ανάμεσα στα ψηλά βουνά,  το μίσος που νιώθεις για τους σκληρούς διακινητές ανθρώπων που σου έψαχναν τις τσέπες για να δουν αν όντως είχε μόνο όσα χρήματα έλεγε ότι είχες. Δεν μπορούσε να ξεχάσει την ντροπή στο βλέμμα της γυναίκας του κάθε φορά που ένιωθε τα χέρια αγνώστων στο κορμί της και που έμεναν μόνο στο χούφτωμα γιατί τους  απωθούσε η θέα του μωρού και δεν συνέχιζαν. Το πόσο ανήμπορος ένιωθε, έπρεπε να το ξεχάσει.

Έπρεπε να ξεχάσει ακόμα την νύχτα στα παράλια της Λιβύης,  πόσο  αγώνα έκανε για να μπορέσει να βρει δύο θέσεις σε μια βάρκα, έπρεπε να ξεχάσει το πού έκρυψε τα λίγα χρήματα που του είχαν μείνει για να μην τα βρουν οι διακινητές και του τα πάρουν, έπρεπε να ξεχάσει το σκοτάδι και τον τρόμο που του προκάλεσε, έπρεπε να ξεχάσει τον ήχο των κυμάτων και της μηχανής που έκρυβαν τα κλάματα του πανικού του. Έπρεπε να ξεχάσει τις σκοτεινές σκέψεις που έκανε, πως η γυναίκα του και το παιδί του έστεκαν εμπόδιά του, σαν δυο μεγάλες μπάλες από σίδερο. Έφερναν Αδυναμία, έξοδα, ανάγκες και αυτός ανήμπορος.  Ήταν δεμένος μαζί τους στον αφανισμό.

Στο πλάι του νεότεροι από αυτόν άντρες ήταν έτοιμοι να πάρουν το οποιοδήποτε ρίσκο, πονούσαν λιγότερο, κρύωναν λιγότερο μπορούσαν να περπατήσουν περισσότερο και τώρα εδώ στο τελευταίο κεφάλαιο της διαδρομής ήταν περισσότερο πιθανό να επιβιώσουν πέφτοντας στη  θάλασσα. Αυτός δεμένος στην γυναίκα του και το παιδί του. Ένιωθε πως κεντημένος πάνω τους θα κατέληγε στον βυθό, στον σκοτεινό και κρύο βυθό.

Ένας όγκος πλοίου φάνηκε στο βάθος. Ακούστηκαν πυροβολισμοί, δυνατά φώτα, η βάρκα πνίγηκε σε ένα λευκό φως και ψηλά κύματα την κουνούσαν πάνω – κάτω. Επικράτησε πανδαιμόνιο, οι διακινητές με ένα τσεκούρι  άνοιξαν τρύπες στην βάρκα και πήδηξαν στο jet ski που έσερναν. Θα πνιγόντουσαν, κορμιά άρχισαν να πέφτουν στη θάλασσα το ένα μετά το άλλο.

Έπρεπε να ξεχάσει πως δεν σκέφτηκε τίποτα.  

Πήδηξε. Βγαίνοντας από το νερό, ίσως από μακριά να άκουσε μια γυναικεία φωνή να λέει το όνομα του δυνατά, ίσως και όχι. Έπρεπε να ξεχάσει πώς έβαλε το κεφάλι στο νερό και κολύμπησε, έσυρε το κορμί του μέσα από τόση θάλασσα που πλύθηκε από πάνω του ο πόλεμος, η κακία των ανθρώπων, η εκμετάλλευση, η αδυναμία τους να σκεφτούν οτιδήποτε άλλο εκτός του εαυτού τους. Η δική του αδυναμία.  Κολύμπησε τόσο, ωσότου έφτασε σε μια στεριά, μαζί του φτάσανε κι άλλοι καθαρμένοι και κείνοι από το κακό τους ριζικό και την απαίσια μοίρα.

Το παιδί του και την γυναίκα του δεν τα ξαναείδε. Συνέχισε το ταξίδι μόνος, έστησε την ζωή του ξανά από την αρχή. Δεν είχε ενοχές, έλεγε, έκανε ό,τι μπορούσε. Έζησε. Δεν του χαρίστηκε τίποτα, τον έδιωξαν από την Γή που γεννήθηκε και ήταν ξένος πάντα στην Γή που έφτασε. Ερωτεύτηκε, παντρεύτηκε, έκανε οικογένεια ξανά και μεγάλωσε τα παιδιά του και δούλεψε σκληρά και πλήρωσε με φόρους και προσβολές, το ότι δεν πνίγηκε εκείνο το βράδυ. Και όλα αυτά τα κατάπιε. Τα ξέχασε.

Αλλά αυτό το τηλέφωνό ερχόταν να ζωντανέψει τα πάντα. Αυτός ο ήχος που ρυθμικός σαν τρυπάνι ψαχούλευε να σαλέψει μέσα του μνήμες και πικρές και ενοχές. Πριν το τηλέφωνο τον είχε βρει ο Ερυθρός Σταυρός, του έφερνε χαρμόσυνα νέα του είπε. Είχε συγγενείς που τον έψαχναν από τον καιρό του διωγμού. 

Συγγενείς που τον έχασαν στην θάλασσα, όταν ανατράπηκε μια βάρκα. Θα σου τηλεφωνήσουν αύριο, είπαν , να περιμένεις.

Μια γυναίκα και ένα παιδί που τα παράτησε για να σωθεί. 

Δεν υπάρχει άνθρωπος που να ξεριζώθηκε από τον τόπο του που να μην φέρει το μαρτύριο αυτό σαν εμπειρία θανάτου. Δεν ξέρεις ποιος είσαι μέχρι να κινδυνέψεις να μην είσαι πια τίποτα.           

Συντάκτης: Δημήτρης Καλούπης