Είναι μέρες που δεν ξέρεις τι σου γίνεται. Δε γνωρίζεις αν σου φτάνουν τα λεφτά για να πάρεις έναν καφέ ή αν θα το μετανιώσεις αργότερα όταν θα φτάσει ο λογαριασμός κάποιας υπηρεσίας στο mail σου. Τρέχεις να προλάβεις την προθεσμία για να μη μείνεις πίσω με το μεταπτυχιακό σου και δουλεύεις 12ωρες βάρδιες για να βγαίνει το νοίκι που μόνιμα ανεβαίνει -γιατί υπάρχει αύξηση τιμών παντού λένε.

Είσαι νέο παιδί κι έχεις χάσει την όρεξή σου για ζωή, για δουλειά, για έξω. Νιώθεις ώρες-ώρες πως ξεκουρδίστηκες πια και θα παραιτηθείς. Θα παραιτηθείς από τη δουλειά, που τόσο ξένη είναι από το αντικείμενο που σπούδασες και μόνο ψίχουλα σου προσφέρει, θα παραιτηθείς από τη σχολή σου, το χόμπι σου, τη ζωή την ίδια. Αισθάνεσαι σαν γρανάζι στο σύστημα που όλο μεγαλώνει και πιο μικρό κι ανήμπορο σε κάνει να αισθάνεσαι. Σαν μια βίδα ίσως -ακόμα πιο ταιριαστή στην περιγραφή-, που τίποτα δεν κάνει, παρά μόνο θυσιάζει όνειρα και βλέψεις στον βωμό της εμπορευματοποιημένης έννοιας της πατρίδας και της διαφημιζόμενης ηθικής.

Γυναικοκτονίες, δολοφονiες, βι@σμοί, το προσφυγικό και το περιβαλλοντολογικό, όλα στο λαιμό σου κάθονται και διαχρονικά σε πνίγουν. «Μη φύγεις» σου λένε, «Η Ελλάδα χρειάζεται τους νέους της», «Αν φύγουμε όλοι, ποιος θα μείνει να μας σώσει;», «Πουθενά δεν είναι τέλεια, φύγε και θα παρακαλάς να γυρίσεις». Και δεν καταλαβαίνεις τι ακριβώς σου λένε, αν μεγάλωσαν στα πούπουλα και δε βλέπουν την κατάσταση, αν είναι φιλελέδες, φασίστες ή/κι εθνικιστές, ή αν πράγματι νομίζουν πως πρεσβεύουν κάτι το ηρωικό και πως οι υπόλοιποι οφείλουν να πράξουν το ίδιο.

Δικαιολογούν τους εργοδότες που φέρονται στους εργαζομένους τους σαν να ‘ναι παράσιτα και τους πληρώνουν πενιχρά. Αρνούνται τον όρο «γυναικοκτονίες» κι ακόμα κι όταν δολοφ@νούνται τρaνς άτομα επιλέγουν το ανήθικο misgendering, τον μισογυνισμό, τον ρατσισμό, την υποκουλτούρα και τον πουριτανισμό. Αγνοούν τον τρόπο που η μαμά Ελλάδα και τα τσιράκια της φέρονται σε άτομα με αναπηρίες, στην lgbtq+ κοινότητα, στις γυναίκες, στους καλλιτέχνες, στους πρόσφυγες, στους μετανάστες και στις μειονότητες εν γένει και συνεχίζουν να προπαγανδίζουν ανελέητα χωρίς καμία απολύτως αίσθηση ντροπής. Η διαστρέβλωση δίνει και παίρνει και κάπως έτσι αναπόφευκτα οι νέοι, -κι ιδίως όσοι ξεσηκώνονται- αντί για θύματα λογίζονται για θύτες.

Θύτες κι ας αναγκάστηκαν να πάρουν δυο πτυχία, να μάθουν 3 ξένες γλώσσες και να δουλέψουν σε κλάδους άσχετους από το αντικείμενό τους. Θύτες κι ας δε βρήκαν τίποτα έτοιμο σε αντίθεση με τους προηγούμενους που μόνο το δάχτυλο σηκώνουν και ανοίγουν το στόμα τους να εξαπολύσουν κατηγορίες σε καθετί υψηλό και καθετί ξένο. Θύτες κι ας παίρνουν 600 ευρώ μισθό, χωρίς ένσημα πολλές φορές, χωρίς να τους παρέχουν τα απολύτως νόμιμα κι απαραίτητα. Θύτες σ’ έναν κόσμο και μια χώρα γεμάτη δήθεν θηράματα. Τεμπέληδες, φυγόπονοι, ρεμάλια, αυτοί είναι οι νέοι μας σύμφωνα με αρκετούς κι όχι τραυματισμένοι απ’ τις επιλογές των προηγούμενων.

Και μη με ειρωνεύεστε βουβά, καμιά αγιοποίηση δεν υπάρχει εδώ πέρα. Και λάθη κάναμε οι νέοι και στραβές επιλογές πήραμε και που τα πράγματα είναι εδώ που είναι και εμείς έχουμε ευθύνη. Αλλά λίγο οξύμωρο και αρκετά γελοίο το να σηκώνει το δάχτυλο η γενιά του «Μαζί τα φάγαμε» και να το στρέφει στη γενιά που φοβάται να καταναλώσει περισσότερο οξυγόνο, μην τυχόν της επιβάλλουν νέο φόρο.

Οπότε επιτρέψτε μου φίλοι και φίλες, αλλά και στο εξωτερικό θα πάω αν θα φτάσω να πεινάω και περήφανη θα είμαι. Και στο pride θα πάω να στηρίξω τους συνανθρώπους μου και στον δρόμο θα βγω να εναντιωθώ σε πάσα μορφή βίας και στην άκρατη εκμετάλλευση εξουσίας. Και θα κλαίω με τα χάλια μας και θα τιμήσω την Ελλάδα όπως εγώ πιστεύω πως της αξίζει -κι όχι όπως σας έμαθαν και αρνείστε να το αμφισβητήσετε μην τυχόν και κλονιστεί το είναι σας και ο εγωισμός σας.

Και πιστέψτε με, ούτε πιστεύουμε πως υπάρχει η γη της επαγγελίας, ούτε νομίζουμε πως θα βρούμε κάτι παρόμοιο, αυτό το σφίξιμο στο στήθος δεν μπορούμε και τον διαρκή κόμπο στο λαιμό που δε μας αφήνει ν’ ανασάνουμε. Έχουμε κι εμείς όνειρα κι ιδέες, θέλουμε κι εμείς να ζήσουμε όπως τ’ αξίζουμε και να δούμε να πιάνει τόπο ο κόπος κι η προσπάθειά μας. Κούρασε ο Έλληνας που αρνείται ν’ αλλάξει και τον πετυχαίνουμε παντού κάθε μέρα. Κούρασε ο Έλληνας ο ομοφοβικός, ο μισογύνης, ο πολλά βαρύς, που τα ξέρει όλα και πιστεύει ότι ο φασισμός είναι ιδεολογία κι αρνείται μέχρι κι ανακύκλωση να κάνει. Ο κόμπος έφτασε στο χτένι και δεν έχουμε πια την ίδια υπομονή, γεράσαμε πια κι ας μην έχουν βγει καν οι πρώτες μας ρυτίδες.

Καταλήγω πια στο συμπέρασμα, πως αυτός που δεν αναγνωρίζει την κατάσταση, είτε είναι τόσο privileged που ούτε πείνασε ποτέ στη ζωή του, ούτε κρύωσε, ούτε ανήκει σε κάποια μειονότητα, είτε απλά φοβάται τόσο πολύ τη συνειδητοποίηση του ποιος είναι και πού ζει, που προτιμάει να κατοικεί στον δικό του μικρόκοσμο και ν’ αγνοεί την πραγματικότητα που σε λίγο θα αρχίσει να βαράει συναγερμούς πολέμου.

Όπως και να ‘χει, εμείς εδώ θα ‘μαστε τελικά για πολύ καιρό ακόμα, μέχρι εκτός από το όνομα, να μας βγει κι η ψυχή. Γιατί κάποιος πρέπει να βγαίνει και στους δρόμους, να φωνάζει γι’ αυτά που όλοι μένουν σιωπηλοί. Κάποιος πρέπει ν’ αρνείται την κατάσταση που επικρατεί και να ελπίζει σε κάτι καλύτερο -κι ας τον πουν κι αιθεροβάμων, κι αυτό θα τ’ αντέξει.

 

 

Συντάκτης: Ζηνοβία Τσαρτσίδου