Πες μου ότι μ’ αγαπάς, ακόμα κι αν δεν το εννοείς· πες το μου για να νιώσω μια ζωντάνια, να χορέψω, να πιω σε σένα και σ’ εμάς, να γιορτάσω τον έρωτά μας, να του δώσω όνομα κι επίθετο κι αριθμό μητρώου, να αποκτήσει δική του ταυτότητα να μην εξαρτάται πια από μένα.

Ζητάμε ένα σ’ αγαπώ, σαν να είναι η αγάπη σκλάβα, να μπαίνει σε κλουβιά, να υποτάσσεται, να χαιρετά το φασισμό και να τον κοιτά στα μάτια. Ενώ η αγάπη είναι ελεύθερη, παιδί όχι ενός έθνους, αλλά της γης ολόκληρης, σέβεται όλες τις θρησκείες, αλλά πιστεύει μόνο στον εαυτό της, αγαπάει κάθε μορφή τέχνης και κάθε κίνημά της, αλλά έχει αδυναμία στο ρομαντισμό και τα γαρύφαλλα. Η αγάπη γουστάρει όλα τα χρώματα, όλες τις σημαίες, όλες τις εκφράσεις.

Κι αν δεν αξίζει να παρακαλάμε για κάτι και να το ζητάμε, είναι η αγάπη. Ακόμη κι αν τη χρειαζόμαστε, ακόμα κι αν μας λείπει απεγνωσμένα. Γιατί όποιος μας αγαπάει είναι εδώ, αφήνει χαρτάκια κολλημένα στο ψυγείο και γράφουν «καλημέρα» και «σ’ αγαπώ», πιο δίπλα ακουμπάει μια κούπα καφέ και γελάει γλυκά. Όποιος αγαπάει έχει χρόνο για σένα, πάντα, δε χρειάζεται να του το ζητήσεις. Θυμάται τις στιγμές σας, τις σέβεται και τις εκτιμάει.

Και την εξευτελίζουμε την καημένη την αγάπη όταν παρακαλάμε για εκείνη, όταν ικετεύουμε κάποιον να τη νιώσει. Τη ρίχνουμε σε κελιά την αφήνουμε να παγώσει, της στερούμε την ταυτότητά της. Της παίρνουμε τα στοιχεία της και τα αλλοιώνουμε. Είμαστε αγροίκοι οι άνθρωποι, σ’ έναν κόσμο πλασμένο για λουλούδια, παιδιά κι έρωτα.

Και κλαίω όταν ακούω κορίτσια κι αγόρια να παρακαλάν να τα αγαπήσουν και θέλω να τους πω ότι τ’ αγαπάω εγώ. Και γίνομαι έξαλλη όταν τους λένε ψέμματα. Και νιώθω κι εγώ ένα τίποτα, γιατί ζω σ’ έναν κόσμο που αποτυγχάνει κάθε μέρα, πολλαπλά, κάθε φορά που κάποιος ζητάει αγάπη επειδή δεν την ένιωσε ποτέ, επειδή δεν τον έπιασε κανείς από το χέρι, να του μάθει ν’ αγαπάει τον εαυτό του.

Είμαστε άοπλοι όσο ζούμε σε μια κοινωνία που δεν έμαθε στα παιδιά της, την αγάπη -κι ας είναι η γη σε πόλεμο. Είμαστε λίγοι, γιατί τα αφήσαμε να ψάχνουν σε ξένα χέρια ό,τι ήδη ήταν μέσα τους. Ό,τι γεννήθηκε, μεγάλωσε κι έζησε μαζί τους. Δεν τους δείξαμε ποτέ πώς να λένε «σ’ αγαπώ», «συγγνώμη», «ευχαριστώ» και «παρακαλώ», τουλάχιστον όχι στον εαυτό τους. Κι όταν έχασαν μια μητέρα, έναν φίλο, ένα κατοικίδιο, μια καρδιά γεμάτη, ένιωσαν μόνα.

Και μεγάλωσαν τα παιδιά και μεγαλώσαμε κι εμείς μαζί τους. Κι ακόμα δε λέμε ευχαριστώ στον εαυτό μας και «σ’ αγαπώ» στο είδωλό μας στον καθρέφτη, κι ακόμα παρακαλάμε για μια αγάπη φορτική, δήθεν, τιποτένια, χάρτινη σαν παιδική χειροτεχνία. Κι αν παρακαλάμε για ένα «σ’ αγαπώ» πού αλλού θα φτάσουμε;

Και δεν ξέρω αν είναι αρκετή αυτή η εξήγηση για κανέναν καψούρη, αλλά ο έρωτας δε χαρίζεται κι αγάπη δε δωρίζεται. Και μη νομίζει ο καψούρης αυτός πως εγώ είμαι καλύτερη, πως δεν πίστεψα κάποτε ότι θα μου τη χαρίσουν. Το πίστεψα τόσο πολύ, που φόρεσα στην αγάπη το καλό της το φόρεμα και περίμενα να έρθει από δίπλα να καθίσει ένα κοστούμι, αυτό που διάλεξα· μάταια, δεν ήρθε ποτέ. Κι εγώ άδικα περίμενα να σιάξω μια γραβάτα και να τη δέσω.

Κι αν θέλετε να κάνετε τα ίδια λάθη μαζί μου, είναι εντάξει. Αν γουστάρετε, να κλαίτε σ’ ένα πάτωμα με το ακουστικό στο χέρι όλα καλά, αλλά νομίζω ότι κι εσείς ένα λουλούδι θέλετε, χάδια και φιλιά, απ’ αυτά που δε σας έδωσαν, που σας τα κράτησαν κρυφά, μέσα σ’ ένα βάζο που άλλοτε είχε καραμέλες.

 

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Ζηνοβία Τσαρτσίδου