Σκέφτομαι συχνά όταν περιμένω στα φανάρια πως οι άνθρωποι είμαστε μοναχά λίγο νερό και λίγο χώμα. Αναρωτιέμαι αν το έχουν αντιληφθεί όλοι οι γύρω μου κι αν το επεξεργάζονται τόσο συχνά όσο εγώ. Βλέπετε έχω αποφασίσει πως κανείς δε θέλω να φοράει μαύρα στην κηδεία μου και πως δεν έχω πρόβλημα να βλέπω τα ραδίκια ανάποδα. Δεν αντιλαμβάνομαι γιατί πολλοί θυμώνουν όταν μιλάω για το θάνατο σαν να είναι κάτι το φυσικό κι αυτονόητο και εν τέλει κάθε μέρα όταν κοιτάω το άχαρο ταβάνι του δωματίου μου, πάντα αναρωτιέμαι τα ίδια πράγματα: «Θα έχω συνείδηση αφού φύγω;», «Θα μπορώ να σκεφτώ, να λύσω μαθηματικά στο κεφάλι μου και να κοροϊδεύω τους ζωντανούς, αλλά δε θα έχω σώμα;», «Μήπως όντως δεν υπάρχει τίποτα μετά τον θάνατο και απλά θα πέσω σ’ αιώνιο ύπνο;».

Την επόμενη μέρα όπως και να ‘χει, νιώθωντας λιγότερο ευάλωτη με τον ήλιο να λάμπει γύρω μου και έχοντας λιγότερο χρόνο, οι σκέψεις μου δεν πάνε τόσο μακριά. Παρ’ όλα αυτά ένα βασικό ερώτημα παραμένει στο μυαλό μου κάθε μέρα και κάθε στιγμή «Πριν φύγω, θα μάθω ποια είμαι;».

Γιατί σκεφτείτε το -και σκεφτείτε το καλά-, πόσο καλά γνωρίζουμε όλοι τους εαυτούς μας; Πόσο συχνά τους αγκαλιάζουμε και πόσα συχνά τους μαθαίνουμε νέα πράγματα και τους πηγαίνουμε σ’ όμορφα μέρη; Πόσους νέους χορούς τους μάθαμε και πόσα χόμπι δοκιμάσαμε για να τους κρατήσουμε χαρούμενους; Πόσους συγγραφείς μελετήσαμε και πόσες φορές δώσαμε την ευκαιρία στον εαυτό μας να μάθει πόσα ακόμα μπορεί ν’ αγαπήσει; Πόσες φορές είπαμε «είμαι ένας άχρηστος άνθρωπος» και πόσες φορές «Σ’ αγαπάω, κάνεις ό,τι καλύτερο μπορείς»;

Γιατί πάω στοίχημα ότι σχεδόν κανείς μας δεν είπε τη δεύερη φράση αρκετές φορές -και βάζω πρώτα απ’ όλους εμένα. Πάω στοίχημα και ποντάρω όλο μου τον πενιχρό μισθό, ότι κανένας άνθρωπος δεν έμαθε την ταυτότητά του δουλεύοντας 12ωρα, παίρνοντας 10 μέρες άδεια τον χρόνο και παίζοντας από παιδί το αγαπημένο σπορ του μπαμπά του. Κανείς δε γέμισε ακούγοντας τη μουσική που του επέβαλαν και διαβάζοντας βιβλία που του ζήτησαν στο σχολείο.

Ο άνθρωπος γεμίζει μ’ αισθήματα, με τέχνες, παιχνίδια και ταξίδια. Γεμίζει από μέσα προς τα έξω και χρειάζεται φροντίδα και κόπο για να τον μάθεις και να καταλάβεις πώς να τον περιποιείσαι. Θέλει αγάπη για να ψηλώσει και χαρά για να πλαταίνει.

Κι αν όλα αυτά δε σηκωθούμε και δεν τα εμπεδώσουμε τώρα, αν δε βρούμε έναν τρόπο να μας αγαπήσουμε και να μας μάθουμε, θα μείνουμε πάντα οι ίδιοι άγνωστοι, που ούτε εμείς δεν αναγνωρίζουμε στον καθρέφτη και δε θέλουμε να πιούμε μαζί τους τον πρωινό μας καφέ. Οι άγνωστοι που είτε μας αρέσει είτε όχι, θα τα δουν τα ραδίκια ανάποδα και τότε θα μετανιώσουν για όλα όσα δεν έκαναν. Θα μετανιώσουν για τα φιλιά που δε μοίρασαν, τα τραγούδια που δεν είπαν, τις εξετάσεις που δεν έκαναν και το γλυκό που δεν έφαγαν.

Κι όσο τα σκέφτομαι όλα αυτά στα κόκκινα φανάρια μιας κοινωνίας που ασθμαίνει, βαριανασαίνω κι εγώ μαζί της, κάπως την κλαίω και την αποχαιρετώ μαζί με τους περαστικούς της, όχι γιατί πιστεύω πως ντε και καλά δεν υπάρχει ζωή μετά το θάνατο, αλλά γιατί δεν ξέρω για πόσο ακόμα θα έχω το προνόμιο να κλαίω και να γελάω δυνατά. Δε γνωρίζω πόσα καλοκαίρια θα ζήσω ακόμα για να μυρίζω το αγιόκλημα τον Αύγουστο και πόσους χειμώνες θα περάσω δίπλα από το χριστουγεννιάτικο δέντρο με μια κούπα ζεματιστό καφέ στο χέρι. Δεν ξέρω και δε θα μάθω και ποτέ.

Μπορώ όμως να μάθω ποια είμαι και να φύγω συνειδητοποιημένη. Να φύγω ως κάποια που λάτρευε τα λουλούδια κι είχε για όνειρο να γράφει και ν’ αγαπάει αχόρταγα, όχι ως ένα όνομα κι ένα επίθετο, όχι ως παιδί των τάδε, ούτε σαν ένα επάγγελμα ή ένας αριθμός.

Ο θάνατος είναι γιορτή, αλλά μόνο για όσους πρόλαβαν να ζήσουν.

 

Συντάκτης: Ζηνοβία Τσαρτσίδου