Όλοι περνούν καλά γύρω σου. Κι εσύ σκέφτεσαι πώς θα δείξεις ότι κι εσύ περνάς καλά, αλλά όχι σ’ όποιον και να ‘ναι. Εξάλλου, γιατί να σε νοιάζει τι θα πουν αυτοί που δε σ’ ενδιαφέρουν; Επίσης, γι’ αυτό υπάρχουν, εν μέρει, τα social, για να μάθουν αυτοί που σ’ ενδιαφέρουν ότι είσαι εντάξει, ότι δεν τους έχεις τελικά και τόσο ανάγκη -ή και για το αντίθετο αν κρίνεται απαραίτητο-, αλλά δεν έχεις το θάρρος να κάνεις το βήμα με μηνύματα ξεκάθαρα και τηλεφωνήματα αποφασιστικά. Κι έτσι απλά, βρίσκεις τα stories ως την εύκολη λύση, αφού μπορούν να τα βλέπουν όλοι, κι ας κρύβει ακόμα και του κόσμου τα υπονοούμενα.

Και τότε, απελπισμένος, μέσα στην επιθυμία σου να βρεις κάτι που θα κεντρίσει το ενδιαφέρον του άλλου, που θα τον κάνει να κρατήσει παρατεταμένο το δάχτυλό του στην οθόνη και να ξεβολευτεί απ’ τη θέση του, φέρνεις στο νου σου όλα όσα περάσατε μαζί τα οποία έχει ίσως συνδέσει μ’ εσένα, σκέφτεσαι τι είναι αυτό που θα βάλεις και θα ανταποκρίνεται στα ενδιαφέροντά του, κάτι τέλος πάντων με το οποίο θα ταυτιστεί ώστε να πατήσει την αντίστοιχη φάτσα που θα σου δώσει αυτή τη χαρά κι επιβεβαίωση που καρτερείς.

Αναλογίζεσαι πόσο δύσκολο μπορεί να ‘ναι να στείλει κανείς από μόνος του ένα μήνυμα και τότε αποφασίζεις να το κάνεις πιο εύκολο μ’ ένα story. Είναι σίγουρα πιο εύκολο να απαντήσει κι είναι πιο άμεσο απ’ το να ψάχνει τ’ όνομά σου στη γραμμή αναζήτησης. Τώρα μ’ ένα πάτημα μπορεί να δείξει το ενδιαφέρον του κι ίσως αυτό είναι κάτι που θα έπρεπε να σε προβληματίζει, ότι μπορείς να ικανοποιηθείς μ’ ένα απλό πάτημα που θα κάνει ο άλλος.

Προσαρμόζεις, λοιπόν, το περιεχόμενο της δημοσίευσής σου, ώστε να ‘ναι προκλητικό και σαφώς κατευθυνόμενο. Αντιμετωπίζεις το πρόσωπο αυτό σαν να ‘ναι εντελώς ανυποψίαστο κι ας συνεχίζεις να το σκέφτεσαι και να ξενυχτάς για μια κίνησή του, πασχίζοντας να είναι ξεκάθαρο ότι προορίζεται για εκείνο. Περνάς αρκετή ώρα μέχρι να το δημοσιεύσεις τελικά, αφού σκέφτεσαι ότι κι η παραμικρή λεπτομέρεια μετράει προκειμένου να κινητοποιηθεί, να προβληματιστεί και να μην μπορεί να προσπεράσει απλά το όνομά σου. Μα όπως θα σου δείξει το ενδιαφέρον του μ’ ένα πάτημα, ξέρεις κατά βάθος ότι επίσης μ’ ένα πάτημα μπορεί και να σε προσπεράσει, χωρίς να ‘χει λήξει ακόμα ο χρόνος εμφάνισης της ιστορίας σου.

Εσύ, ενδεχομένως, επιμένεις ότι δειλιάζει, ότι σκέφτεται μέρα-νύχτα πώς να σε προσεγγίσει, ότι κρέμεται απ’ τις φωτογραφίες σου για ν’ αφήσει ένα like -ένα θραύσμα ενδιαφέροντος- και από τα stories σου για να ‘χει μια εικόνα απ’ τη ζωή σου, το πού βρίσκεσαι, με τι έχεις ενθουσιαστεί, τι σ’ έχει γοητεύσει, τι σ’ έχει κάνει να συγκινηθείς ή και να θυμώσεις ανά πάσα ώρα και στιγμή. Γιατί άλλωστε να γεμίζεις το προφίλ σου με οτιδήποτε κάνεις και μάλιστα στην πιο υπερβολική και ιδανική μορφή του;

Θα ήταν πράγματι τόσο όμορφο να ισχύουν τα παραπάνω και τόσο επαναστατικό για μια εποχή που πάσχει από έκπτωση συναισθημάτων των ανθρώπων που τη διαβαίνουν. Κι αν, τελικά, υπάρχει στο μυαλό σου ο άνθρωπος αυτός που επαναστατεί επειδή νιώθει, αλλά ταυτόχρονα δειλιάζει γιατί δε θέλει να ενοχλήσει ή φοβάται πως δεν αισθάνεσαι κι εσύ όπως αυτός, τότε ίσως μιλάμε για σεβασμό απέναντι στα όριά σου που, ακόμα κι αν δε γνωρίζει, μπορεί να αναλογιστεί και να υπολογίσει. Κι αν χρειάζεται αυτό το άτομο ένα story για να πάρει τα πάνω του και να στείλει, τότε όχι μόνο ένα, αλλά δέκα stories θα δημοσιεύσεις.

Μα τα πράγματα καμιά φορά δεν είναι τόσο ιδανικά και τότε κάνουμε λόγο για μια συνηθισμένη σκληρή αλήθεια που δεν περνά απ’ το μυαλό μας, γιατί είναι δύσκολο να τη διαχειριστεί κάποιος που νοιάζεται κι αγωνιά για κάποιον άλλο, διότι -κακά τα ψέματα- δεν είμαστε πάντα σε φάση να απεγκλωβιστούμε απ’ το ροζ συννεφάκι μας και ν’ αντικρίσουμε με πικρία το βαθύ γκρι τ’ ουρανού.

Κι αν το story, τελικά, δε λειτουργεί ως μια ευκαιρία για το δειλό κι ερωτευμένο αμόρε για να επιδιώξει συζήτηση, αλλά ως υπενθύμιση κάποιου που χαλαρώνει την αρίδα του και κάποια στιγμή του ‘ρχεται να μπουκάρει στον κόσμο σου, έτσι για την αλλαγή; Πολύ απλά, βλέπει τ’ όνομά σου και τότε τα ερωτηματικά στο κεφάλι του πετάγονται απ’ το πουθενά, όχι όμως τα ερωτηματικά που κατακλύζουν εσένα και φαντάζεσαι να κατακλύζουν κι αυτόν, αλλά ερωτηματικά του στιλ «α, τι κάνει αυτή η ψυχή;» που περισσότερο δείχνουν ότι δεν τον καίει και τόσο, ότι απλά δεν ήταν σε θέση να αντιληφθεί τα έντονα και ηχηρά σου συναισθήματα μέσα στη μετριότητα της ψηφιακής πραγματικότητας.

Και τότε, τι να τα κάνεις τα μηνύματα και τις αντιδράσεις, όταν κάπου έχεις χαθεί στη μετάφραση, όταν πια βλέπεις αυτά που δεν ήθελες προηγουμένως να δεις, γιατί απλά μέχρι εκεί μπόρεσε να φτάσει το ερωτευμένο σου μυαλό; Τι να σου κάνουν τα μηνύματα, από έναν άνθρωπο που δεν είχε τι να κάνει εκείνο το βράδυ και την έβγαλε μόνος κι αραχτός, ενώ για ‘σένα είναι απ’ τις πιο σημαντικές προτεραιότητες;

Κι ο φαύλος κύκλος των stories που φορτώνουν στην αρχική σου θα συνεχίζει να υπάρχει, μέχρι να τον σπάσεις, μέχρι να σπάσεις τα στερεότυπα που εξιδανικεύουν την ψηφιακή επικοινωνία ως τον πιο ήπιο κι ελεγχόμενο τρόπο, μέχρι να σπάσεις τις αποστάσεις και να πας να τον βρεις και να γίνεις, τελικά, ο επαναστάτης του εαυτού σου.

 

Συντάκτης: Φένια Βουδαντά
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου