Τη στιγμή που σε κοίταξα κι ανταπέδωσες, ήδη μας φανταζόμουν σε κάποιο άλλο μέρος. Θα είχα την ευκαιρία να σε γνωρίσω και να σε ρωτήσω όλα εκείνα που γεννήθηκαν μέσα μου ακαριαία. Το ίδιο λεπτό που σε είδα να με ψάχνεις στον χώρο, σ’ έψαχνα κι εγώ. Έπειτα, χαμογέλασα σαν παιδάκι, καθώς γύρισα άγαρμπα το κεφάλι μου, μήπως και προλάβω να κρυφτώ. Ντράπηκα. Ήταν τόσο φανερό πως ένιωσα ιδιαίτερα όταν σε πλησίασα, που αν στο ‘δειχνα, θα χανόταν η μαγεία. Για μια στιγμή σκέφτηκα να σου αφήσω ένα ραβασάκι. Θα έλεγε «Θα ήθελα πολύ να σε γνωρίσω».

Μα είμαι κορίτσι. Τα κορίτσια δεν αφήνουν ραβασάκια. Τα κορίτσια διεκδικούν έμμεσα. Όσο πιο πλάγια, τόσο το καλύτερο. Τόσο πιο αποδεκτό. Έτσι, η εικόνα δε χαλάει. Τα κορίτσια επιτρέπεται να προκαλέσουν με τακτ, ποτέ ευθέως. Τα κορίτσια τυλίγουν, δε φανερώνουν ανοιχτά τις προθέσεις τους. Τα κορίτσια κατηγοριοποιούνται σε «εύκολες» και «δύσκολες». Το ραβασάκι που ήθελα να σου αφήσω ίσως με πετούσε, χωρίς καν ημιτελικό, στην πρώτη κατηγορία. Τα κορίτσια ανοιγοκλείνουν χαριτωμένα τα ματάκια τους, ακόμη κι αν με θάρρος θέλουν να εκφραστούν. Τα κορίτσια κουνάνε την ουρά τους, αρκεί να μη φαίνεται το σώμα τους. Τα κορίτσια πρέπει να περιμένουν, δε διεκδικούν όποτε κι όταν το θέλει ορμητικά η ψυχή τους.

Μπήκα σπίτι κι άνοιξα το ημερολόγιό μου. Άρχισα να γράφω όλες τις σκέψεις μου. Αναστέναξα με θυμό. Δεν ανήκαν σε ‘μένα αυτές οι σκέψεις. Ανήκαν σε όλες τις γενιές πριν από ‘μένα. Ω, ναι! Σε όλες τις γενιές με τους τετράγωνους κόσμους, δίχως ρωγμή φωτός. Κοντοστέκεσαι, μα σε πλακώνουν. Κινείσαι, μα κουτουλάς. Διέξοδος καμία. Έφυγα απ’ το μαγαζί που σε είδα κι έκανα ακριβώς αυτό που αποδεικνύει αναμφίβολα πως με νίκησαν οι φωνές τους. Με κατηγοριοποίησα κι εγώ η ίδια, σκοτώνοντας ό,τι πιο όμορφο έχουμε οι άνθρωποι. Την αθωότητα της παρορμητικής έκφρασης. Ναι, αυτής που καμιά φορά δεν ανέχεται καν τα φίλτρα και τις άχρηστες αναλύσεις. Με νίκησε η μάζα.

Γράφω, σβήνω και ξαναγράφω το ημερολόγιό μου. Νιώθω εξοργισμένη. Ακόμη κι αν τον ξαναδώ, δε θα ‘ναι ποτέ το ίδιο ανόθευτο. Και μόνο που έχω σκεφτεί τόσο, άσ’ τα να πάνε. Αντί να σκεφτόμαστε τι γουστάρουμε εμείς να κάνουμε, σκεφτόμαστε τι θα σκεφτούν οι άλλοι. Παράνοια! Οι στερεοτυπικές πεποιθήσεις των άλλων είναι εξαιρετικοί καπετάνιοι της ζωής μας. Όσο κόντρα κι αν θέλουμε να πάμε, το επίμονο κύμα θα μας σκάει στα μούτρα.

Σερβίρω ένα ωραιότατο ημίγλυκο κρασάκι για να γιορτάσω την επιβεβλημένη θηλυκότητά μου. Η κούπα μου είναι ψηλή κι αστράφτει. Με κοιτάζω στον καθρέφτη. «Φτου σου, κούκλα μου» ψιθυρίζω. Με ειρωνεύομαι ασύστολα, αφού σήμερα εξόντωσα ό,τι πιο σέξι έχω. Τον πηγαίο ερωτισμό μου. Ο ερωτισμός που παραβιάζει σύνορα φύλου, ηλικίας και λοιπών κατατάξεων, μέσα απ’ το γενικό πρίσμα του έρωτα κυρίως για την ίδια τη ζωή. Αναφέρομαι στο ειλικρινές φλερτ. Στην αγνή προσέγγιση πέρα από κάθε προσδοκία, επιθυμία κι ευχή. Το ραβασάκι μου θα περιείχε την αμόλυντη σκέψη του «εδώ και τώρα». Τι πιο όμορφο μπορούμε να χαρίσουμε σε κάποιον;

Τώρα που το σκέφτομαι ίσως να επιστρέψω στον τόπο του εγκλήματος. Ίσως το ραβασάκι μου να λέει «Δε φαντάζεσαι πόσες σκέψεις συνοδεύουν αυτό το ραβασάκι που κρατάς στα χέρια σου. Όλες καταλήγουν στο πόσο πολύ θα ήθελα να σε γνωρίσω!».

Συντάκτης: Πάολα Ανδριωτάκη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη