Υπάρχει κάπου ένα δωμάτιο. Ούτε πολύ μεγάλο ούτε πολύ μικρό. Ένα απλό τετράγωνο δωμάτιο. Στη μία γωνία βρίσκεται ένα κρεβάτι, στρωμένο με δύο μαξιλάρια πάνω του. Δίπλα, ένα παράθυρο κλειστό και στη μέση του δωματίου ένα τραπέζι ξύλινο με δύο καρέκλες. Η λάμπα στο ταβάνι σβηστή. Στο τραπέζι ένα κερί σιγοκαίει απλώνοντας το φως σε κάθε γωνία του χώρου, καθώς το συντροφεύουν δυο ποτήρια κι ένα μπουκάλι κρασί. Οι τοίχοι γεμάτοι φωτογραφίες. Στιγμές. Αγκαλιές, φιλιά, δάχτυλα μπερδεμένα, χαμόγελα. Αναμνήσεις. Δύο ερωτευμένοι άνθρωποι που δείχνουν ευτυχισμένοι. Ο μόνος λόγος που το δωμάτιο ακόμα δείχνει να ‘χει ζωή είναι εκείνο το κερί.

Παρατήρησε, λοιπόν, αυτό το κερί με μεγαλύτερη προσοχή. Θα δεις ότι ενώ σιγοκαίει, ούτε στάζει μα ούτε το τρώει η φωτιά. Τίποτα. Μια φλόγα περήφανη που με υπομονή κι επιμονή κρατάει τις αναμνήσεις αυτού του δωματίου ζωντανές. Μονότονη μα ακούραστη. Είναι προφανές ότι δε σκοπεύει να σβήσει. Δείχνει τόσο πεισμωμένη να κρατηθεί ζωντανή. «Μα τι είναι αυτή η φλόγα, τελικά; Ποιος μπορεί να την άναψε; Και πώς γίνεται να μη σβήνει;» αναρωτιέσαι. Απίστευτο να υπάρχει μία τέτοια μαγική φωτιά στον κόσμο μας, έτσι;

Ας γυρίσουμε λίγο πίσω στον χρόνο. Φαντάσου το ίδιο δωμάτιο άδειο. Σκοτεινό και σκονισμένο. Ξαφνικά, μια μέρα, η πόρτα ανοίγει και μέσα μπαίνουν εκείνοι οι δύο άνθρωποι των φωτογραφιών· δυο ζευγάρια χεριών μπλεγμένα μεταξύ τους. Χείλη ενωμένα, γεμάτα δίψα· η πνοή του ενός αναπνοή του άλλου. Οι καρδιές συντονίζονται στον ίδιο ρυθμό. Το δωμάτιο ζωντανεύει, ξαφνικά. Αποκτά χρώμα, οξυγόνο. Το παράθυρο ανοίγει και το φως του ήλιου απλώνεται παντού. Δεν έχει κάτι ιδιαίτερο ως χώρος, παρ’ όλα αυτά είναι τόσο ξεχωριστός για τους δύο ήρωες της ιστορίας μας. Χωράει μόνο αυτούς. Τον έρωτα, την καψούρα, τον πόθο, την κάψα τους. Το καθαρίζουν, το περιποιούνται, το προσέχουν. Σιγά-σιγά οι τοίχοι γεμίζουν με τις στιγμές και τα όνειρά τους· εκείνες οι φωτογραφίες.

Ένα βράδυ κάθονται στο τραπέζι αντικριστά. Μόλις έχουν σηκωθεί απ’ το κρεβάτι. Κοιτιούνται στα μάτια και χαμογελούν. Το κερί πάνω στο τραπέζι δεν είναι ακόμη αναμμένο, μιας και το δωμάτιο φωτίζεται με το φως της λάμπας του ταβανιού. Δίπλα στο κερί, το μπουκάλι με το κρασί και δύο ποτήρια· εκείνα. «Ας ανάψουμε το κερί, να σβήσουμε τη λάμπα» λένε. Φιλιούνται, τα δάχτυλά τους ενώνονται. Μαζί το ανάβουν. Το ένα χέρι πάνω στο άλλο, μαζί κρατάνε το σπίρτο. Δε φαντάζονται, όμως, τι είναι εκείνο το κερί. Δεν τους πάει καν το μυαλό. Κλείνουν το φως, μα δεν προλαβαίνουν να ανοίξουν το μπουκάλι· καταλήγουν πάλι στο κρεβάτι.

Στο σημείο αυτό κάνει την εμφάνισή της η ζωή. Ξέρεις, αυτή η προκλητική τύπισσα που λατρεύει να παρατηρεί τα σχέδια των ανθρώπων και να τα χαλάει. Πάντα βρίσκει έναν καλό λόγο. Έτσι κι εδώ, προκαλεί ένα τρομερό συμβάν, αναγκάζοντας το ίδιο βράδυ τους ήρωές μας να αφήσουν το λατρεμένο τους δωμάτιο. Βιαστικοί, κυνηγημένοι. Ίσα που προλαβαίνουν να στρώσουν το κρεβάτι, να κλείσουν το παράθυρο. Ρίχνουν μια τελευταία ματιά, κοιτιούνται και φεύγουν. Αντίθετα. Προς Ανατολή και προς Δύση. Δύο καρδιές που βουλιάζουν κι από ένα κλειδί του δωματίου στο χέρι τους. Φεύγοντας, ένας εκ των δύο φύσηξε το κερί, μα πάνω στη βιασύνη του δεν παρατήρησε πως έμεινε αναμμένο.

Από τότε το σπίτι μένει κλειδωμένο. Κλειδί έχουν μόνο οι δύο τους, ουδείς άλλος. Κι αν κάτσεις εδώ μαζί μου και παρατηρήσεις την εξέλιξη της ιστορίας τους, θα διαπιστώσεις ότι κάποτε, τις νύχτες, πότε ο ένας και πότε ο άλλος περνάνε από εκεί. Κοντοστέκονται πριν ανοίξουν. Πάντα το χέρι που ξεκλειδώνει την πόρτα τρέμει κι η αναπνοή κόβεται μόλις αυτή ανοίξει. Περπατάνε αργόσυρτα στο δωμάτιο. Αν και κλειστό καιρό, θαρρείς πως η μυρωδιά της κλεισούρας κρύβει γι’ αυτούς το άρωμα του αγαπημένου τους προσώπου. Κοιτάνε τις φωτογραφίες και νοσταλγούν ενώ δειλά τις αγγίζουν. Πάντα καταλήγουν στο τραπέζι. Στο κρασί που δεν πρόλαβαν να πιουν. Στο κερί. Αλλά πάντα από απόσταση. Μόνο αυτή τη φλόγα αποφεύγουν. Δεν αντέχουν καν να την πλησιάσουν. Γιατί πια έχουν καταλάβει. Ότι ο λόγος που βρίσκουν τη δύναμη και έρχονται ακόμα είναι αυτό το μαγικό κερί· η φλόγα του έρωτά τους.

Η φλόγα του έρωτα έχει την εξής ιδιότητα· πεθαίνει μόνο απ’ τα χέρια των δημιουργών της. Απ’ τη στιγμή που δύο ερωτευμένοι άνθρωποι την ανάβουν, τίποτα δεν μπορεί να τη σβήσει. Ούτε η απόσταση, ούτε η σιωπή, ούτε ο χρόνος, ούτε οι παράλληλες καθημερινότητες, ούτε χέρι τρίτου, ούτε καν η ίδια η ζωή. Κανείς. Η παύση της καύσης της είναι δυνατή μόνο από εκείνα τα δάχτυλα που τη γέννησαν.

Όσο οι δημιουργοί της δε βρίσκουν το θάρρος να καλύψουν με την παλάμη τους τη φλόγα σε εκείνο το κερί, να αντέξουν το πόνο και να την αποτελειώσουν, αυτή θα λάμπει περήφανη, υπομονετική, αθάνατη, ρίχνοντας φως στις καρδιές που είναι κοντά της, υπενθυμίζοντάς τους το ανεκπλήρωτο· τη δίψα για εκείνο το όνειρο, που, μισό καθώς παραμένει, αναμένει τους ήρωες του για να το βγάλουν αληθινό. Κι όταν πάλι βρίσκει τη δύναμη ένας εκ των δύο να τη σβήσει, το έγκαυμα αφήνει παντοτινό σημάδι που φανερώνει πως κάπως, κάποτε, εκείνο το χέρι αποτελείωσε έναν έρωτα.

Έτσι, μιας κι οι ήρωες της ιστορίας μας δε βρίσκουν το θάρρος να την αποτελειώσουν, ζούνε με αυτό το βάρος μέσα τους. Ουσιαστικά δε θέλουν να τελειώσει, μα δεν έχουν τη δύναμη να τα παρατήσουν όλα και να περιμένουν να ‘ρθει ο άλλος. Γιατί η ζωή τους τιμωρεί, φροντίζοντας να μην τύχει να πάνε ταυτόχρονα. Κάθε φορά που φτάνουν στο σπίτι, στη διαδρομή ζούνε με την ελπίδα ότι θα το βρουν ανοιχτό και φωτεινό. Όταν πλησιάζουν, μιας κι είναι εξωτερικά σκοτεινό, τους κυριεύει ο φόβος ότι ξεκλειδώνοντας την πόρτα το κερί θα ‘ναι σβηστό. Τελικά, μπαίνοντας μέσα, παίρνουν μια δόση απ’ το ισχυρότερο ναρκωτικό, την ελπίδα των αναμνήσεων του έρωτα, και φεύγουν πάλι για να επιστρέψουν στην κανονικότητά τους, εκεί όπου τίποτα δεν τους βγάζει απ’ το καλοφτιαγμένο πρόγραμμά τους. Τουλάχιστον, η φλόγα έκαιγε ακόμα!

Αυτή είναι η δική τους πραγματικότητα. Εύκολα παρατηρείς καταστάσεις κι ακόμα ευκολότερα τις κρίνεις. Εσύ, όμως, με ειλικρίνεια, τι θα έκανες στη θέση τους;

Αφιερωμένο σε όσους άντεξαν να τρέξουν προς τον έρωτά τους, όσο δύσκολο κι αν ήταν. Είτε έχασαν είτε κέρδισαν. 

 

Συντάκτης: Κωνσταντίνος Κιχώτης
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη