Πέφτει το βράδυ. Όλα ησυχάζουν γύρω σου. Επιστρέφεις σπίτι μετά από μία έξοδο και κλείνεις ορμητικά την εξώπορτα. Είσαι πια εσύ κι ο εαυτός σου. Αποθέτεις το χαμόγελο που κουβαλούσες όλη μέρα κι ετοιμάζεσαι σιγά-σιγά για ύπνο. Ξαπλώνεις. Δεν τελειώνει η νύχτα τόσο εύκολα γλυκέ μου.

Τώρα αρχίζουμε. Άλλη μια μέρα έφτασε στο τέλος της κι εσύ τρέχεις φίλε να δεις τι έκανες. Το κάνεις επειδή σε νοιάζει, είναι σημαντικό για σένα. Σε καταλαβαίνω.

Προσπαθείς να βάλεις τις σκέψεις σου σε μία τάξη. Αιωρούμενες αυτές σαν να κυνηγάς πεταλούδες εσύ. Αρχίζεις τότε να χάνεσαι, να βυθίζεσαι στο ρυθμό αυτών των σκέψεων. Προσπαθείς να κάνεις ένα απολογισμό της ημέρας. «Τι έζησα σήμερα, τι κέρδισα, τι έχασα, τι μου έλειπε».

Μπαίνεις στην επίπονη και κάποιες φορές αχρείαστη διαδικασία ν’ αναλύσεις κάθε σου συνομιλία, τι είπες κι αν το ‘πες σωστά. Έπειτα είναι και τ’ άλλο. Από τι πληγώθηκες σήμερα; Υπήρξε άραγε κάτι που σε έχει πληγώσει; Μια λέξη, μια φράση, μια κατάσταση, κάτι.

Αρκετή ώρα αργότερα τελειώνεις μ’ αυτό. Τα κατάφερες. Αφού έχεις αναλύσει ολόκληρη την ημέρα ξεκινά το flashback. Έγχρωμες, ολοζώντανες εικόνες απ’ το παρελθόν κατακλύζουν το μυαλό σου. Θύμησες, αναμνήσεις. Κάποιες στιγμές, κι ενόσω σκέφτεσαι όλα αυτά, τυχαίνει να ρίξεις κάνα δυο χαμόγελα. Χαίρομαι γι‘ αυτό. Καλά πάμε.

Δεν αργεί όμως να κυλήσει το πρώτο δάκρυ. Ευθύς αμέσως κυλά κι ένα δεύτερο. Τα μάτια κλείνουν σφιχτά, τα χέρια γίνονται γροθιές. Παίρνεις το μαξιλάρι, το φέρνεις μπροστά απ’ το πρόσωπο και το σφίγγεις δυνατά. Κλαις βουβά, δεν επιτρέπεις στον εαυτό σου να βγάλει ήχο. Όχι, μάλλον θα ήταν ήττα για σένα κάτι τέτοιο. Είναι ολοφάνερο. Μέσα στις εικόνες, τις σκέψεις και τον απολογισμό εμφανίστηκε το κενό. Το δικό σου, το προσωπικό, το γνώριμο, το οικείο. Το κενό σου.

Είναι κάτι τέτοιες ώρες που η φράση «γυμνή αλήθεια» χαρακτηρίζει ή προσεγγίζει αυτό που νιώθουμε. Ο καθένας την αλήθεια του, την ξέρει. Κάποτε δεν την παραδέχεται, ούτε στον ίδιο του τον εαυτό, μα την ξέρει. Ξέρουμε πολύ καλά τι μας λείπει, τι έχουμε ανάγκη, τι θα μας πολλαπλασιάσει τα αυθεντικά χαμόγελα, τα πηγαία.

Ό,τι μας λείπει το γνωρίζουμε, γιατί το νιώθουμε. Προτιμάμε όμως να το καταπνίγουμε, παρά να το τολμούμε. Έτσι μάθαμε ή έτσι μας έμαθαν. Όπως και να ‘χει, έτσι πράττουμε. Ως επακόλουθο, φτάνουμε σ’ αυτές τις νύχτες που πονάμε βουβά για τις επιλογές μας, την «αναπηρία μας», το χαμένο όνειρο. «Κάποια μέρα και τα όνειρα θα πάρουν εκδίκηση».

Έχεις καταπνίξει τόσο καλά τον πόνο που αύριο το πρωί όλα θα επανέλθουν ως είχαν. Το βόλεμά μας είναι τέτοιας έντασης κάποιες φορές, που τίποτα δεν το υπερνικά. Ούτε καν εμείς. Τ’ ακούς καημενούλη μου; Ούτε καν εμείς δεν καπελώνουμε το βόλεμα που εμείς δημιουργήσαμε. Ίσως να είμαστε σπουδαίοι, ίσως να είμαστε κι ηλίθιοι. Θα δείξει ο χρόνος, ο ανίκητος, ο πανδαμάτωρ.

Να ’σαι πάλι. Το δάκρυ στέρεψε γι’ απόψε. Τελείωσες. Παίρνεις το μαξιλάρι απ’ τη φάτσα σου και το επανατοποθετείς στη θέση του. Κάποιο περίεργο συναίσθημα σε κυριεύει τώρα. Είναι το αίσθημα της ανακούφισης σε συνδυασμό με κάτι άλλο. Τι να γυρεύεις τώρα, η ώρα είναι πια προχωρημένη. Ας το καταπνίξουμε κι αυτό να πάει στο διάολο. Άλλωστε, ξέρουμε να το κάνουμε πολύ καλά αυτό. Σωστά;

Ετοιμάζεσαι να γυρίσεις πλάι για να κοιμηθείς. Προτού γυρίσεις ρίχνεις μια ματιά στο κρεμασμένο σου χαμόγελο. Βγάζεις ένα αναστεναγμό και ψιθυρίζεις με την ελάχιστη δύναμη που σου έχει απομείνει απόψε. «Κάποια μέρα δε θα σε χρειάζομαι πια». Γυρνάς. Αύριο θα’ ναι μια καινούργια μέρα λες. Νιρβάνα. Κλείνεις τα μάτια. Παραδίνεσαι στην αγκαλιά του Μορφέα. Καληνύχτα ομορφιά μου και καλό μας ξημέρωμα.

 

Επιμέλεια κειμένου Παύλου Πήττα: Νάννου Αναστασία.

Συντάκτης: Παύλος Πήττας