Μεσημέρι Κυριακής κι η σαββατιάτικη κραιπάλη αφήνει στο αγουροξυπνημένο μυαλό χώρο μόνο για μια σκέψη. Εσπρεσάκι σκέτο συνοδεία κάμποσων τσιγάρων.

Χωρίς να θέλω να σε στενοχωρήσω, με την επιθυμία θα μείνεις. Βλέπεις οι κυνικοί αμερικάνοι που παπαγαλίζουν για δύο μονάχα αναπόφευκτα, τους φόρους και το θάνατο, δεν έχουν ιδέα από κλασική Ελληνίδα μάνα και την εμμονή της με το κυριακάτικο τραπέζωμα.

Θες δε θες, παίρνεις τη ζακέτα (άλλη εμμονή αυτή), σέρνεις τα κομμάτια σου στο πατρικό και στρογγυλοκάθεσαι στο τραπέζι. Και ως διά μαγείας, τη βιολογική ανάγκη του καφέ αντικαθιστά η άκρατη επιθυμία να ξεκοκαλίσεις το ξεροψημένο μπριζολάκι που έβαλε μπροστά σου η μανούλα.

Μια μπουκιά, και ξαφνικά το τραπέζι της μαμάς με το κεντητό τραπεζομάντιλο εξαφανίζεται. Στη διπλανή καρέκλα δε βρίσκεται πια η γεροντοκόρη η θεία σου η Κούλα που κρατάει τα μαχαιροπίρουνα σαν άλλη αγγλίδα μιλαίδη, αλλά ο κολλητός σου αραχτός με ένα κοψίδι στο χέρι.

Μια μπουκιά και η γεύση της ήταν ικανή να σε μεταφέρει από το διαμερισματάκι του κέντρου στο κουτούκι στα κάστρα που σύχναζες με την φοιτητοπαρέα σου πέντε χρόνια πριν.

Ο Αλέξης, ο ωραίος της παρέας, να μιλά για τη Σοφία της φιλοσοφικής που του κάνει νάζια, ο Πέτρος από την Κρήτη να αγχώνεται για τον καθηγητή που τον έχει στο μάτι, κι εσύ να σκέφτεσαι αν η σχέση σου με τη Μαρία θα αντέξει και μετά την ορκωμοσία που πλησιάζει.

Κι όλα αυτά από μία και μοναδική μπουκιά του καλοψημένου κυριακάτικου φαγητού.

Αν το καλοσκεφτείς όλοι μας μεγαλώσαμε αποθεώνοντας μια άλλη αίσθηση. Την όσφρηση. Κάθε που φτάνει η άνοιξη ατέλειωτο μελάνι χύνεται να περιγράφουμε τις μυρωδιές της. Πασχαλιές από εδώ, γιασεμιά λίγο παρακάτω, για να μην πω και για την αρωματοποιία, τη βιομηχανία των δισεκατομμυρίων.

Όμως, καμιά από τις άλλες τέσσερις δεν καταφέρνει αυτό το μαγικό ταξίδι στο χρόνο. Αν οι αισθήσεις μας είχαν βασίλισσα θα ήταν χωρίς αμφιβολία η γεύση. Τι βασίλισσα; Τσαρίνα πες καλύτερα, με κυρίες επί των τιμών την όσφρηση, την αφή, την όραση και την ακοή.

Όλες τους μπορούν να σου φέρουν στο μυαλό αναμνήσεις. Μόνο που καμιά δε θα σε μεταφέρει ακριβώς στον τόπο που λαχταράς ή απεύχεσαι να πας. Για παράδειγμα, τα πράσινα μάτια του τύπου απέναντί σου στο μπαρ, για λίγα λεπτά σε ταξιδεύουν στην αγκαλιά του Κώστα. Επανέρχεσαι γρήγορα, γιατί τα μάτια του άγνωστου είναι αμυγδαλωτά και το βλέμμα του αλλιώτικο από εκείνου που σε πλήγωσε ανεπανόρθωτα.

Το ίδιο και με την αφή. Κανένα καινούριο χάδι, όσο τρυφερό κι αν είναι, δε θα γίνει ποτέ το ίδιο με εκείνο της γιαγιάς, και καμιά αγκαλιά δε θα σε ταξιδέψει με απόλυτη ακρίβεια στο άγγιγμα του παιδικού σου έρωτα. Για την ακοή δε χρειάζεται να στα πω. Ξεχωριστό το ηχόχρωμα κάθε ανθρώπου κι όσο κι αν πλησιάσεις, τη φωνή του Γιώργου που αγάπησες πολύ κι έφυγε στη Γερμανία αναζητώντας την τύχη του, δε θα την ακούσεις από χείλη άλλων.

Κι αφήνω τελευταία την όσφρηση που ενίοτε φέρνει της γεύσης. Την ώρα που ανεβαίνεις στο σπίτι και σου μυρίζουν τα γεμιστά της γειτόνισσας, η μυρωδιά σε ξεσηκώνει. Όμως είναι το στομάχι σου που διαμαρτύρεται και για να μεταφερθείς από την πόλη που βράζει στα μεσημέρια στο νησί των παιδικών σου χρόνων, χρειάζεται μόνο μια μπουκιά.

Οι επιστήμονες μιλούν συχνά για την ακούσια μνήμη. Τις θύμησες εκείνες που δεν επιλέγεις αλλά ξεπροβάλλουν απρόσκλητες. Πρώτος τον όρο έβαλε σε βιβλίο του ο σπουδαίος Μαρσέλ Προυστ, ο οποίος στη νουβέλα του «À la Recherche du Temps Perdu» περιέγραφε πως το να απολαμβάνει ένα κομμάτι κέικ μαντλέν τον ταξίδευε με ταχύτητα φωτός στην παιδική του ηλικία και στο σπίτι που μεγάλωσε.

Αυτό ακριβώς κάνει η γεύση. Δεν είναι μόνο η όμορφη αίσθηση της στιγμής αλλά η νοσταλγία που την ακολουθεί. Ακούσια μνήμη και φυσικά δε μπορεί να περιοριστεί στις ανέμελες στιγμές. «Μοσχαράκι κοκκινιστό είχε φτιάξει η μάνα μου τη μέρα που με χώρισε ο Μιχάλης. Από τότε μόλις το δω με πιάνουν τα κλάματα» μου έλεγε η φίλη μου η Άννα. «Υπερβολές» σκεφτόμουν κι έτσι μια μέρα έκανα το τεστ. Της έδεσα τα μάτια και την κάλεσα να δοκιμάσει σαν τους μεγάλους σεφ από την κατσαρόλα μου. Την ώρα που η σάλτσα ακούμπησε τον ουρανίσκο της, δάκρυα καυτά έτρεχαν από τα μάτια της.

Την αποζημίωσα, όταν της έδειξα την ανακάλυψή μου. Ένα σακουλάκι Φοφίκο, από εκείνα που μας μεγάλωσαν και το πρώτο την έστειλε πίσω στην αλάνα της γειτονιάς της να κάθεται με τις 6χρονες φιλενάδες της, πειράζοντας τα αγοράκια.

Η ΝτεΛόριαν του τρελού επιστήμονα στο «Back to the future», όσο ντιζαϊνάτη κι αν ήταν, ωχριά σε ταχύτητα μεταφοράς στο παρελθόν μπροστά στη γεύση.

Κι έτσι, την επόμενη φορά που θα σου λείπει η ανεμελιά του εφηβικού σου έρωτα, μην κλείνεις τα μάτια εκβιάζοντας εικόνες που δε λένε να εμφανιστούν.

Τρέξε στο περίπτερο, αγόρασε το παγωτό γρανίτα που μοιραζόσασταν παλιά και απόλαυσε το ταξίδι σου με την ψυχή σου.

Συντάκτης: Δήμητρα Τσαμποδήμου