

Μια τούρτα περιμένει σιωπηλή στο ψυγείο. Ένα μοναδικό κεράκι, όχι για να το σβήσει κάποιος, αλλά για να φωτίσει – έστω για λίγο – τη σιωπή. Το κινητό αχνίζει χαμηλό φως και το σαλόνι, εκεί που κάποτε υπήρχε γέλιο, μοιάζει πιο ξένο από ποτέ.
Έξω νύχτα, από αυτές που μυρίζουν αρχές Μαΐου· δροσερές, ελαφρώς μελαγχολικές, σαν να έχουν κάτι να σου πουν αλλά διστάζουν. Γενέθλια. Η μέρα που πάντοτε περίμενες με παιδική λαχτάρα. Που κάποιος σε ξυπνούσε με ένα φιλί, που τα “χρόνια πολλά” ερχόντουσαν με αγκαλιές, κρυμμένα δώρα και βλέμματα που σε ήξεραν απ’ έξω κι ανακατωτά. Σήμερα, τίποτα από αυτά.
Και δεν είναι μόνο η απουσία αυτή που πονάει· είναι η μνήμη της παρουσίας που βαραίνει περισσότερο. Ο τρόπος που ξεκινούσε η μέρα τότε, το μήνυμα που ερχόταν πάντα πρώτο, η ώρα 00:00 ακριβώς, ακόμα κι αν ξημέρωνε. “Χρόνια πολλά, αγάπη μου”. Κάποιες φορές απλό. Άλλες πιο λυρικό, με emojis και inside jokes που μόνο εσείς καταλαβαίνατε. Το δικό σας μικρό τελετουργικό, που σου έφερνε τόση χαρά και ενθουσιασμό.
Μια κρύα νύχτα του χειμώνα, λοιπόν, ήρθε ο χωρισμός. Ήρεμος ή β1αιος, δεν έχει σημασία. Ό,τι κι αν ειπώθηκε τότε, αυτό που δεν ειπώθηκε σήμερα σε βαραίνει περισσότερο. Γιατί σήμερα περίμενες. Κρυφά. Με ένα “όχι, δεν με νοιάζει” να καλύπτει το “μακάρι να θυμηθεί”. Και το κινητό εκκωφαντικά ήσυχο. Η οθόνη άναψε μόνο για ειδοποιήσεις από φίλους και από όλους όσοι έμειναν. Αλλά όχι από εκείνον. Τίποτα δεν είπε, τίποτα δεν έστειλε. Και μέσα σου κάτι έκλεισε απαλά, χωρίς θόρυβο.
Γιατί έχει σημασία; Ρωτάς ξανά και ξανά τον εαυτό σου. Δυο λέξεις είναι, σιγά… Τα “χρόνια πολλά” δε θα άλλαζαν την πορεία της σχέσης ούτε θα αναιρούσαν τον χωρισμό και την απώλεια. Αυτό που θα έλεγαν, όμως, είναι: σε θυμάμαι. Ακόμα και τώρα που δεν είμαστε, η μέρα σου με νοιάζει. Θα έλεγαν: ήσουν κομμάτι μου, και αυτό δε σβήνεται έτσι εύκολα.
Κι αν δεν το πει; Αν δεν έρθει καν αυτό το μήνυμα; Τότε δεν πρόκειται για απλή λήθη. Είναι ένα είδος ακύρωσης. Μια σιωπηλή παραδοχή ότι η ιστορία έμεινε στο χτες. Ότι δε χωράς πια ούτε ως ανάμνηση, ούτε καν ως ευχή. Και είναι παράξενο πώς πονάει κάτι τόσο μικρό. Δεν είναι πως θέλεις ξανά το “μαζί”, ούτε ζητάς μέσα από αυτό την επανασύνδεση. Ζητάς μόνο μια λέξη. Μια αναγνώριση. Κάτι που να λέει: υπήρξες. Είσαι ακόμα, έστω για λίγο, κάπου, κάπως μέσα μου.
Μα αυτή η μέρα, όσο κι αν μοιάζει κενή, κουβαλάει κάτι καινούριο. Όχι σαν αποκάλυψη. Όχι σαν θρίαμβο. Αλλά σαν αργή, απαλή διαπίστωση. Κουβαλάει τη συνειδητοποίηση ότι μπορείς και μόνος. Ότι το κερί το ανάβεις εσύ πια. Ότι η ευχή δεν περιμένει απάντηση. Ότι η τούρτα δε χρειάζεται μοιρασιά για να είναι γλυκιά. Και κάπου εκεί, μέσα σε αυτή την απουσία, γεννιέται κάτι άλλο. Ένας εαυτός που δεν υπάρχει στα παλιά μηνύματα. Μια εκδοχή που δεν είναι γνωστή στον άνθρωπο που δε σου ευχήθηκε. Που προχωράει χωρίς να κοιτάει πίσω κάθε τρεις και λίγο. Που μαθαίνει να γιορτάζει χωρίς το “μαζί”.
Τα γενέθλια είναι πάντα μια αρχή. Μια μικρή αναγέννηση. Και φέτος, είναι η πρώτη φορά που αυτή η αναγέννηση δεν τον περιλαμβάνει. Δε θα γνωρίσει αυτή τη νέα εκδοχή σου. Δε θα δει πώς γελάς τώρα, ούτε πώς κάνεις τα μαλλιά σου πια, και το καινούριο σου αγαπημένο φόρεμα. Δε θα ξέρει πώς προφέρεις τη λέξη “ελπίδα” χωρίς να τον εννοείς.
Κι αυτό είναι μεν θλίψη, αλλά και λύτρωση συνάμα. Γιατί μέσα στο “χρόνια πολλά” που δεν ειπώθηκε, γεννήθηκε ένα νέο κεφάλαιο. Κι εσύ – ναι, εσύ – είσαι ο πρωταγωνιστής του.
Και αυτό, όσο κι αν πονάει, είναι το πιο αληθινό δώρο.
Χρόνια Πολλά λοιπόν, σε εσένα και στην καινούρια αυτή εκδοχή.
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη