Σε τούτο τον κόσμο, των μεγάλων λεωφόρων και των οδυνηρών αδιεξόδων, των οικείων στενών και των παρεΐστικων βραδιών, όλοι μονάχοι βαδίζουμε στο τέλος της ημέρας. Κι όλοι προχωράμε, με το βλέμμα στον ουρανό και τον νου καταγής. Προχωράμε το ξεφύλλισμα του δικού μας ημερολογιακού αφιερώματος, αφήνοντας πίσω απώλειες και προσδοκώντας θριάμβους.

 Κι αναζητάμε την ευτυχία σε κάθε γωνιά του γνωστού μας σύμπαντος, σ’ εκείνο το αγέρι που σήκωσε την άμμο ένα καλοκαιρινό δειλινό, στο πιο φωτεινό ουράνιο τόξο που δεν αντικρίσαμε ακόμη, στα γέλια και τα κλάματα που μεταμορφώθηκαν σε ρυτίδες.

Κι όλα καλά μέχρι εδώ, καθώς ένα παιχνίδι το σύντομο πέρασμά μας από το σκηνικό της ανθρωπότητας κι ένας κρυμμένος θησαυρός η ευδαιμονία μας.  Τι γίνεται, ωστόσο, όταν οι ταξιδιώτες σημαδεύουν χάρτες κι όταν η ύπαρξη νοηματοδοτείται πια αποκλειστικά μέσα από ένα ζευγάρι ματιών, ένα άγγιγμα χεριών, μια υπόσχεση αιώνιας ευτυχίας και μια νουβέλα ερωτικής πανδαισίας;

 Ο έρωτας, πολυτραγουδισμένος και πολυδιαφημισμένος, δικαιώνει σαφώς τη φήμη του απόλυτου brand name που τον συνοδεύει. Αναπνέει δίπλα μας, στα γρήγορα αυτοκίνητα που υπονοούν το απόλυτο ξελόγιασμα, στα ακριβά αρώματα που σέρνουν απ’ τη μύτη το αντικείμενο του πόθου, στα κόκκινα κρασιά που μεθούν τις αναστολές και στα έντονα κραγιόν που δοξάζουν τις υπερβολές.

Κι εμείς ακολουθούμε τον φτερωτό Θεό κατά πόδας αφού -πολύ απλά-  ένα παραμύθι γυρεύουμε όλοι μας, ένα κάστρο αγάπης για να κλειστούμε μέσα του και μια αστραφτερή άμαξα για να δραπετεύσουμε απ’ τη μουντάδα της καθημερινότητας.

Κι οι βαρύγδουπες δηλώσεις διαδέχονται συχνά η μια την άλλη. Αυτά τα «δεν υπήρχα πριν σε γνωρίσω» ή «δε θα υπάρχω αν σε χάσω», όλα μια φτωχή στρατηγική στο καζίνο της ψυχικής πληρότητας, αν το σκεφτείς λιγάκι περισσότερο.

Ποντάρουμε, λοιπόν, μετοχές ονείρων στο πιο γρήγορο άλογο, το λαμπερό και ταλαντούχο, με την ελπίδα πως ετούτη τη φορά δε θα βρεθούμε εγκαταλελειμμένοι και μελαγχολικοί στο κέντρο του ιπποδρόμου, πως το άλογο θα κόψει περήφανο το νήμα κι εμείς θα εισπράξουμε τ’ ανάλογα κέρδη.

«Εσύ μ’ έκανες να ξαναγεννηθώ», δηλώνουμε στο αντικείμενο του πόθου μας κι ευθύς αμέσως τον εξουσιοδοτούμε διαχειριστή της ευτυχίας, φωτοδότη της γαλήνης μας. Και το άλογο τρέχει, τρέχει για να μας σώσει από κακές μάγισσες και σκοτεινά ξόρκια, τρέχει για να λυτρώσει τυχοδιώκτες ποιητές και καταραμένους συγγραφείς, τρέχει για να απαλύνει ενοχές και να σηκώσει στα φτερωτά του πόδια τραυματισμένες ψυχές. Και θα το κάνει. Θα τερματίσει πρώτο στην κούρσα της ζωής, καθώς πασπαλισμένο με χρυσόσκονη τα εμπόδια είναι προορισμένο ν’ αγνοεί και στα αστέρια να πετάει.

Μα θα το κάνει μονάχα αν ιππεύεται από ψυχές δυνατές, από ιππότες δίχως πανοπλίες και από πριγκίπισσες χωρίς βαριές μπούκλες. Θα το κάνει για όσους δε βλέπουν τον έρωτα ως πανάκεια, ως το μαγικό φίλτρο των τρελών Γαλατών που εξουδετερώνει Ρωμαίους, μα στην ανάγκη απορροφά λεκέδες από πίκρες, τακτοποιεί τραπεζικούς λογαριασμούς, διορίζει στο δημόσιο. Θα το κάνει για την ιστορία, λοιπόν. Για τα βράδια στο τζάκι, δίπλα στη φωτιά της αλήθειας και για τα ξημερώματα στις βιβλιοθήκες των απόλυτων αριστουργημάτων, όσων έκλεισαν στις σελίδες τους συντρόφους ουσίας και σχέσεις αξίας.

Κι ο έρωτας θα τραγουδά αιωνίως στην ευτυχία, θα της κάνει καντάδα έξω απ’ το μπαλκόνι της εφηβείας, θα την οδηγεί σε ξέγνοιαστες παραλίες στις ζεστές μέρες της νιότης, θα την καθησυχάζει στα πρώτα πάρτι των παιδιών και θα της κρατά σφιχτά το χέρι στις τελευταίες ανάσες των γηρατειών. Τη δουλειά, όμως, δε θα την κάνει για αυτήν.  Δε θα την εφεύρει μα θα την απογειώσει. Και θα βαδίζουν πάντοτε παρέα στις μεγάλες λεωφόρους και στα στενά δρομάκια, στις ανατολές της γέννησης νέων πνευμάτων και στα ηλιοβασιλέματα του αποχωρισμού των παλιών.

Συντάκτης: Κατερίνα Τσιτούρα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη