Τη ζωή μου καθόρισαν τα αεροδρόμια, τελικά. Μια πτήση που έρχεται κι η άλλη που αποχωρεί. Παρατηρείς διαφόρων ειδών ανθρώπους στα ταξίδια. Μερικοί κουβαλούν πολλές αποσκευές και κάποιοι με χαβανέζικα πουκάμισα εξερευνούν ανέμελα τον κόσμο. Κι όλοι κάπου πηγαίνουμε. Προς τη χαρά και τον πόνο, τον ήλιο και τα σύννεφα.

Με τον καιρό έμαθα να διαβάζω καλύτερα τα πρόσωπα και να αποκωδικοποιώ κινήσεις. Μοιράστηκα ώρες στον αέρα με τους ωραίους τρελούς, που αναπνέουν ελεύθερα και γελούν δυνατά.

«Μια πτήση μόνο για δική μας να λογαριάζεις. Αυτή που τώρα βιώνουμε», μου ξεκαθάριζαν. Κι όμως. Έμειναν για πάντα κοντά μου για να μου υπενθυμίζουν πως η αγάπη δε χωρά σε μεγάλα λόγια κι υποσχετικά σημειώματα, σε γυαλισμένα τζάμια και φοβισμένες καρδιές.

Κι έπειτα συνάντησα και τους ανθρώπους της λίστας. Δέκα συν κι έντεκα πλην. Μετρημένα κουκιά τα ουράνια τόξα τους. Τότε κατάλαβα. Οι τύποι της λίστας εύκολα δε θα πετάξουν. Θα γυρεύουν αιωνίως αστραφτερά αεροπλάνα και θα στριμώχνουν αράχνες και σκελετούς στις πιο ξεχασμένες γωνιές. Η αρχή της ήσσονος προσπάθειας και του μείζονος βολέματος λοιπόν.

Μια ιδιαίτερη κάστα επιβατών παρελαύνει στα αεροδρόμιο του πεπρωμένου. Στις βαλίτσες στοιβάζουν καλοσιδερωμένες πετσέτες, μοδάτα παπούτσια, οδοντόβουρτσες τσέπης, προκηρύξεις δημοσίου κι εναλλακτικά πλάνα.

Αν η μηχανή εμφανίσει ρωγμές, τότε πολύ δε θα σκοτιστούν για να την επιδιορθώσουν. Εξάλλου, για να κερδίσεις κάτι χρειάζεται δουλειά κι οι «λιστάτοι», συνηθισμένοι να τους σερβίρουν ζεστό φαγητά στο κρεβάτι, δυσκολεύονται να εξασφαλίσουν με κόπο τις πρώτες ύλες κι ύστερα να πέσουν με τα μούτρα στο μαγείρεμα.

Θα χτυπήσουν διακριτικά το κουδούνι, μα αν τυχόν δεν το ακούσεις, αν πίσω απ’ τον ανεπαίσθητο ήχο δε διακρίνεις την επείγουσα ανάγκη τότε, κακομοίρη μου, ίσως και να εγκαταλείψουν την πτήση. Θα γυρεύουν ξανά και ξανά τον ιδανικό προορισμό έως ότου αντιληφτούν πως οι νεράιδες κι οι δαίμονες μέσα τους παρελαύνουν.

Κι έπειτα θα ρωτούν. Θα ρωτούν συνεπιβάτες για τη σοβαρότητα της ρωγμής, θα μετρούν γρατζουνιές και θα αναλύουν λόγια και βλέμματα επιδοκιμασίας. «Να επιλέγεις με σύνεση τους συντρόφους σου», μου είχε κάποτε ψιθυρίσει ένας πιλότος.

Και τελικά, η πτήση που δεν ήθελα να χάσω ήταν εκείνη που δεν επιθυμούσε να με χάσει. Που έσκισε τις λίστες, ξεφορτώθηκε τα μαξιλαράκια ασφαλείας, ξετρύπωσε θαρρετά αράχνες και σκελετούς και μονομάχησε με ένα τσούρμο από φόβους κι αμφιβολίες. Ήταν η πτήση που αγνόησε αλλεπάλληλες αναβολές, μύρισε το φτηνό ουίσκι στα χείλη των συνεπιβατών κι αποφάσισε πως η στιγμή είχε φτάσει για να σπάσουν λίγα ποτήρια.

Μια φορά κι έναν καιρό, που λες, στάθηκες μόνος στο αεροδρόμιο. Έτρεμες. Μια κλεψύδρα κρατούσες. Τα συν και τα πλην. Η περίφημη λίστα σου. Αυτή που με τρόπο έβαλαν στην τσέπη σου. Κι έπειτα εσύ. Που ποτέ δεν έψαξες την τσέπη σου.

Ποιος στο τέλος, άραγε, επικρατεί; Και ποια αεροπλάνα λογαριάζονται για σκονισμένα; Ίσως η πιο επικίνδυνη σκόνη να είναι αυτή που δε φαίνεται, που στήνει εφιαλτικά θέρετρα στο μυαλό κι ευλογεί με αλυσίδες τα βολέματά μας.

Κάθε φορά που επέστρεφα στην Αμερική ο ίδιος πόνος. Καλοκαίρια πριν, ένας συνταξιδιώτης, με χαβανέζικο πουκάμισο, χαμογελαστός πλησίασε προς το μέρος μου: «Μην κλαις. Τα αεροπλάνα θα πετούν, οι πτήσεις θα έρχονται και θα φεύγουν. Όσοι δυνατά σε αγάπησαν τον κόσμο ανάποδα θα γυρίζουν και πλάι σου θα πετούν. Στον ήλιο και τα σύννεφα. Στη νηνεμία και την καταιγίδα. Τα υπόλοιπα αξία ελάχιστη λαμβάνουν κι οι λίστες τις περήφανες ψυχές για πολύ δεν τις στοιχειώνουν», μου είπε.

Δεν ξαναέκλαψα. Πια ήξερα. Τα σκονισμένα και τα γυαλιστερά αεροπλάνα το σκοπό τους είχαν ήδη επιτελέσει. Οι επιβάτες με καρδιά δεν ακυρώνουν ποτέ τις πτήσεις τους κι οι τρελοί φτερά ανοίγουν και στη μέση του πιο βαρύ χειμώνα ουράνια τόξα ζωγραφίζουν. Σκονισμένα; Ενδεχομένως. Μα το χρώμα τη σκόνη νικά κι οι αγάπες στο τέλος της εξιδανίκευσης δικαιώνουν τ’ όνομά τους.

 

Αφιερωμένο στον Σάκη και την Κατερίνα, με πολλές ευχές για μια ζωή με κοινές πτήσεις. Εύκολες και δύσκολες. Μα κοινές.

Συντάκτης: Κατερίνα Τσιτούρα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη