Ο ρομαντισμός δε διεκδικεί μια θέση στα απόλυτα trends του καιρού μας. Αντιθέτως, θεωρείται ένας κάποιος τίτλος τιμής αν συγκαταλέγεσαι στους κυνικούς ή έστω στους ωχαδερφιστές. Δε χρειάζεται δα και κάποιον μεγάλο κόπο για να ενταχθείς στην εκλεκτή τους κάστα. Εκτέλεσε στα δέκα μέτρα τα πιο αγνά σχέδιά σου, αμφισβήτησε τα όνειρα θερινής νυκτός κι είσαι πια ήδη μέσα.

Οι κουλ τύποι κυκλοφορούν ανάμεσά μας. Κάθε πρωί φορούν τα καλοσιδερωμένα τους ρούχα, βάζουν πρώτη και τον δρόμο τραβούν για τη δουλειά. Εκεί χαρίζουν μερικά φιλιά του Ιούδα σε αντιπαθείς συναδέλφους και σκαρφίζονται χίλιους κι έναν τρόπους για να μπει ζεστό χρήμα στην τσεπούλα ή για να τους κληρώσει η τύχη τη σωστή την αναρρωτική και να σαλπάρουν προς Μύκονο με την παλιοπαρέα.

Οι κουλ τύποι με την πολιτική δεν ασχολούνται. Ψηφίζουν απλώς όποιον βολεύει την αφεντιά τους με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Βιβλία πολλά δε διαβάζουν. Εξάλλου εκείνοι λένε πιο νόστιμες εξυπνάδες απ’ τους περισπούδαστους συγγραφείς. Γενικότερα, μια αλλεργία στις φιλοσοφίες την αναπτύσσουν κι έτσι σπεύδουν να τις βαφτίσουν αμπελοφιλοσοφίες ανασφαλών ατόμων που ακόμη δεν τα έχουν βρει με την πάρτη τους.

Οι κουλ συνηθίζουν να προβάρουν μπροστά σε φίλους τη μάσκα του βαρύ κι ασήκωτου τύπου, αλλά γίνονται αλοιφή σε ρομαντικά τετ α τετ με το μωράκι. Είπαμε, για ένα μοδάτο κούτελο ζουν, μην τους παρεξηγείς .

Ορκίζονται πως ένα κι ένα κάνουν δύο, καθώς αδυνατούν να διαχειριστούν τη σκέψη πως ίσως το ένα να είναι ένα πολύ κακογραμμένο εφτά τελικά. Γενικότερα, το μυαλουδάκι τους πολύ δεν το ζορίζουν και τα θεμέλια στρώνουν του απόλυτα μικροαστκού τους κλουβιού -το χρυσό τρίπτυχο: δουλίτσα, οικογένεια κι ένα τρίτο πρόσωπο για να ανάβουν τα αίματα πού και πού. Τα βράδια χαλαρώνουν με ποτάρες και κάνα τσιγαριλίκι -άμα τους ζορίσει πολύ το αφεντικό και την προαγωγή τρέμουν μη χάσουν.

Πόσο τους θαυμάζεις! Το έχουν πιάσει το νόημα. Πατούν τα δυο βαριεστημένα τους πόδια γερά στη γη, έχουν το μυαλό στο ορθολογιστικό τους κεφαλάκι. Αγνόησαν την πυξίδα της καρδιάς τους κι άγκυρες έριξαν στο επάγγελμα του σίγουρου κέρδους ή έστω της υποτυπώδους ασφάλειας. Με βαρύγδουπες εκφράσεις συμβουλεύουν κι εσένα να παρατήσεις τις ουτοπικές πτήσεις και να προσγειωθείς σε γκρίζους, μα λαοφιλείς αερολιμένες.

Στην πραγματικότητα, οι κουλ τύπου –αν κι όχι σπάνιο είδος– τίθενται υπό την υψηλή προστασία του ίδιου του συστήματος. Τρέφονται και πολλαπλασιάζονται απ’ τους μηχανισμούς εξουσίας που με περίσσεια ικανοποίηση αντικρίζουν το αριστούργημά τους. Τα κατάφεραν. Ένας στρατός κυνικών κι αμετανόητων καλοπερασάκηδων παρελαύνει τώρα. Τρέμει την αγάπη, τους δύσβατους δρόμους, τις όποιες θυσίες για το υψηλό κι εκλεκτό που η Ιθάκη προσφέρει.

Αναζητά εφήμερα φιλιά, συμβιβαστικές βέρες, κραιπάλες στα μπαράκια και δυνατούς καφέδες στις ανατολές της ανασύνταξης των δυνάμεων. Σερφάρει με τις ώρες στο διαδίκτυο και πλάθει την ιδεατή εικόνα του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Πού και πού ανεβάζει και κάποιο τσιτάτο του Τσε Γκεβάρα, έτσι για τις απαραίτητες πινελιές επαναστατικής γοητείας στο κυριλέ προφίλ του.

Άρθρα απαιτητικά δεν προτιμά κι οι εφημερίδες τον καταθλίβουν. Σηκώνει τους ώμους με αξιοζήλευτη ανεμελιά και με πατρική στοργή συμβουλεύει: «Μη σκας. Η Παρασκευή φτάνει και το πιο χαλαρό στέκι της περιοχής μόλις άνοιξε. Πιες για να ξεχάσεις το μπάχαλο. Να το αλλάξεις ποτέ δε θα μπορέσεις, εξάλλου».

Κι όμως. Οι ρομαντικοί αποτελούν την πιο σοβαρή απειλή του σύγχρονου κόσμου. Έτσι τρελοί όπως πλάστηκαν ονειρεύονται το άλλο, το άπιαστο και μακρινό, που ίσως ποτέ δεν υπάρξει, μα σαν ουράνιο τόξο ελπίδες σκορπίζει σε βροχερούς ουρανούς. Ως απειλή, λοιπόν, πρέπει να εξοντωθούν. Χρειάζεται να νιώσουν άσχημα για την αφεντιά τους, να στιγματιστούν με την ετικέτα του αιθεροβάμονα και του αντιεμπορικά λυρικού, προκειμένου στη γωνιά τους να μαζευτούν και στρατόπεδο να αλλάξουν.

Τόσοι ρομαντικοί περπατούν στα σοκάκια φορώντας τις μάσκες των ρεαλιστών, των ωχαδερφιστών, των μοντέρνων και χαλαρών. Αν κάποτε τις μάσκες καταφέρουν να αποχωριστούν, τότε οι ισορροπίες θα ανατραπούν κι η Σταχτοπούτα το χρυσό της γοβάκι θα ξετρυπώσει. Μέχρι τότε, όμως:

«Καληνύχτα, Κεμάλ. Αυτός ο κόσμος ποτέ δε θα αλλάξει…»

 

Συντάκτης: Κατερίνα Τσιτούρα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη