Μπορείς να με αποφεύγεις όσο θες. Βγες έξω με τα πιο παλιά σου ρούχα. Θα βαφτίσω την αδιαφορία σου αγάπη για τα vintage υφάσματα κι εσένα πολύ μποέμ τύπο. Έπειτα, βολέψου στο ακριανό τραπέζι της καφετέριας. Καταβρόχθισε με την ησυχία σου το βιβλίο. Καθόλου δε θα παρεξηγηθώ. Τουναντίον, θα μεταβιβάσω στους θαμώνες τα σέβη μου για τη λογοτεχνική σου κρίση. Κι ύστερα, θα σε ανταμώσω στο μπαρ της πόλης. Θα χαχανίζεις με την παρέα και δεκάρα τσακιστή δε θα δώσεις στα βλέμματα αποδοκιμασίας τριγύρω σου. Μα θα γελάς τόσο αβίαστα. Και σ’ έναν κόσμο φθηνών προσποιήσεων εγώ θα λατρέψω ακαριαία τον ακριβό ήχο του αυθορμητισμού σου.

Ξέχασα, όμως, να σου συστηθώ και να με συγχωρήσεις για την αγένειά μου. Δεν το συνηθίζω. Εύκολα θα μου καταλόγιζες ένα σωρό φριχτά ελαττώματα –με την ηδυπάθεια να φιγουράρει πρώτη στη λίστα– αλλά σίγουρα όχι έλλειψη αβρότητας. Βλέπεις, η μητέρα μου η Αφροδίτη, με ανέθρεψε στα πούπουλα και μ’ έμαθε να φέρομαι σε όλους με το γάντι για να τους έχω κι άκοπα στο χέρι. Μη σ’ απασχολώ, ωστόσο, με μυστικά χειραγώγησης. «Μεταξύ θεών εχεμύθεια» λέμε συχνά πυκνά εκεί στον Όλυμπο.

Λαχταρώ να μιλήσουμε για εσένα κυρίως. Για εσένα που δεν ξεφυλλίζεις ημερολόγια αναμένοντας με αγωνία το άλλο σου μισό. Για εσένα που τολμάς να νιώθεις ολόκληρος σ’ ένα σύμπαν που με γυρεύει σαν αποκούμπι των εσωτερικών του κενών. Εσύ διαφέρεις. Παθιάζεσαι με τα ενδιαφέροντά σου και γνωρίζεις πως η ομορφιά της ζωής εκτείνεται πέρα απ’ τον πολυτραγουδισμένο ίσκιο μου.

Είμαι ο Έρωτας, λοιπόν κι ενώ δεν τρέχεις από πίσω μου εγώ σε παρατηρώ απ’ το βασίλειό μου. Ίσως, τελικά, αυτό ακριβώς να με τραβάει σ’ εσένα∙ το γεγονός πως δε με περιμένεις να σε σώσω. Αγνοώ τι άκουσες για την ταπεινότητά μου, μα άσε με να σου εκμυστηρευτώ πως δεν τρέφω δα και κάποια συγκλονιστική εκτίμηση για όσους με σημαδεύουν με το τουφέκι της ανασφάλειάς τους. Τους συμπονώ, φυσικά. Σκορπώ, άλλωστε, μαγεία στο πέρασμά μου κι ο θνητός έχει ανάγκη λίγη απ’ τη χρυσόσκονή μου για να αξιώσει την καθημερινότητα.

Ωστόσο, έτρεφα ανέκαθεν μια αδυναμία για τα περήφανα βλέμματα, τους τύπους που γλεντούσαν τη μοναξιά τους, τις ψυχές που δεν ετεροπροσδιορίζονταν, τους μυστήριους χίπιδες που άραζαν στις παραλίες του κόσμου, γεμίζοντας με ευωδιαστό κρασί το ποτήρι της ύπαρξής τους.

Και θα σε βρω. Πίσω απ’ τα βιβλία, στο τελευταίο βαγόνι του μετρό, στο αποκριάτικο πάρτι που βαριόσουν φριχτά να πας, στο καλοκαίρι που απέκλεισες το ενδεχόμενο δεσμεύσεων. Το λόγο μου δίνω πως θα σε ξετρυπώσω. Θα τα περάσουμε υπέροχα μαζί. Γιατί δε θα επενδύσεις πάνω μου λες κι είμαι μετοχή. Δε θα με φυλακίσεις στο κλουβί της αποκλειστικότητας, απαιτώντας συμβόλαιο και λουλούδια. Θα με καλωσορίσεις δίχως προσδοκίες κι άσκοπες θυματοποιήσεις.

Πόσοι, στα αλήθεια, με κατηγόρησαν για το μήνυμα που λησμόνησα να στείλω πριν απ’ τον ύπνο. Ξημεροβραδιάζονταν περιμένοντάς με. Κι έφταιγα, φυσικά, εγώ για την ταλαιπωρία τους. Εγώ, κι όχι εκείνοι που ικέτευαν να τους συμπληρώσω, λες και τα ταίρια βγαίνουν σε συνολάκι καταστήματος.

Εγώ, λοιπόν, εσένα σημαδεύω με τα βέλη μου. Σε έναν κόσμο που ανάγει το άλλο μισό σε καρμική υποχρέωση, το θαυμασμό μου κέρδισε το αγέρωχο ολόκληρο. Θα ζήσουμε μαζί. Χωρίς ετικέτες και βαρύγδουπες δηλώσεις. Για όσο πάει. Για όσο ο ήλιος φωτίζει τον ουρανό και μοιράζεται την περιφρόνησή μας για τα σκοτάδια της βιτρίνας.

Κι άσε τους υπόλοιπους να βαδίζουν σταθερά αγκαζέ στις κοινωνικές εκδηλώσεις. Να διατυμπανίζουν την πίστη τους και να βουλιάζουν από πλήξη στον καναπέ του βολέματος. Να πασχίζουν να πείσουν τους γύρω τους πως θέλει σώνει και ντε μονόπετρο η ευτυχία και σοβαρές προθέσεις η αγάπη.

Εμείς θα λέμε πως βιώσαμε έναν έρωτα.
Κι αυτό θα μας φτάνει.

 

Συντάκτης: Κατερίνα Τσιτούρα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη