«Στην υγειά μας» λέμε κι υψώνουμε το ποτήρι μας ψηλά, ίσως με την υποσυνείδητη επιθυμία να φανεί φιλεύσπλαχνος μαζί μας ο ουρανός και να ραντίσει με μια τζούρα παραδείσου το επίγειο πέρασμά μας.

Ύστερα ξεχνάμε. Και τρέχουμε. Ανησυχούμε για την εικόνα μας αλλά και για εκείνον τον αμείλικτο καθρέφτη που μας υπενθυμίζει ποιοι είμαστε όταν οι γύρω δε μας βαθμολογούν. Και μετράμε χαρτονομίσματα, φόβους, like στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Μετράμε όσα δίνουμε και τρέμουμε μήπως δεν τα εισπράξουμε με το ανάλογο επιτόκιο πίσω.

Και το «υγεία πάνω από όλα» φαντάζει τόσο κλισέ για τους υπερήρωες εαυτούς που με κόπο κατασκευάσαμε. Ανάβουμε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, γιατί εμείς γεννηθήκαμε άτρωτοι κι οι ιατρικές στατιστικές μόνο στων υπολοίπων τα πνευμόνια κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου. Αναβάλλουμε τη στιγμή με την προσμονή της επόμενης που ενδεχομένως και να μην έρθει, μα τι θα απογίνουμε, άραγε, δίχως τη ναρκισσιστική ψευδαίσθηση της αθανασίας που επίμονα μας ακολουθεί.

Χαραμίζουμε την ανατολή μας για μια υπόσχεση δύσης, κι όταν ο ήλιος πέφτει αποφασίζουμε πως την επόμενη μέρα θα φανούμε πιο τολμηροί, πως το χρονόμετρο δε μας σημαδεύει επίμονα με τους δείκτες του.

Ξυπνάμε κουβαλώντας στους ώμους μας το βάρος του κόσμου, τους απλήρωτους λογαριασμούς, τα ματαιωμένα όνειρα και τη μελαγχολική δειλία μας. Μα είμαστε ζωντανοί κι υγιείς. Δυνάμεθα να συρθούμε βαρύθυμα απ’ το κρεβάτι μας ή να καλωσορίσουμε τις ακτίνες του φωτός με τραγούδια. Η επιλογή μας ανήκει.

Δε χρειάζεται να φλερτάρουμε το τέλος για να ερωτευτούμε το παρόν. Αρκεί να σπάσουμε λιγάκι πλάκα με τη μεγαλειότητά μας. Με τις λακκούβες που λέκιασαν τα κοστούμια μας, με τις γκάφες που ξόρκισαν τη σοβαροφάνεια μας. Να χορέψουμε σαν να βρισκόμαστε μόνοι στο δωμάτιο της εφηβείας. Να γελάσουμε όπως τα παιδιά, που καρφάκι δεν τους καίγεται να διατηρήσουν το επαγγελματικό τους προφίλ στιβαρό. Κι ύστερα να αγαπήσουμε δίχως απαίτηση ανταλλαγμάτων, απλώς και μόνο επειδή εμείς το νιώθουμε.

Το βάρος του κόσμου, άλλωστε, γίνεται πιο υποφερτό όταν χλευάζουμε αγκαλιά το σκοτάδι. Και το σκοτάδι δε μας απειλεί. Μας τρόμαζε κάποτε, ωστόσο, πλέον το κρατάμε γερά στο χέρι. Το ντύνουμε με ζωηρά κομφετί και το εξημερώνουμε παρέα με εκλεκτές συντροφιές.

Κι αν κάποτε θαυμάσεις απαλλαγμένος από κάθε ίχνος φθόνου το αληθινό ταλέντο, να θαυμάσεις πρωτίστως όσους δεν περιμένουν να πεθάνουν για να ζήσουν. Αυτοί ήταν ανέκαθεν οι πιο ιεροί ήρωες, οι συνθέτες της ανθρώπινης μελωδίας κι οι επαναστάτες του θνητού πεπρωμένου.

Λίγο κρασί, λοιπόν. Η νύχτα βυθίζει στις σκιές της την πλάση, μα σύντομα μια μέρα ακόμη στρώνει χαλί για να μας υποδεχτεί. Και μοιάζει άφθαρτη σαν το λευκό χαρτί που περιφρόνησε τις μουντζούρες της διαδρομής μας.

Μέχρι τότε, ας πιούμε. Στην υγεία όλων αλλά κυρίως όσων εκτιμούν πως η υγεία ισοδυναμεί με το δώρο κι όχι με το δεδομένο μας. Οι Ζορμπάδες περπατούν αιωνίως κάπου δίπλα μας κι αξιώνουν τις αναπνοές τους με δυνατές αναμνήσεις. Μας γνέφουν από κρυψώνες μέχρι να τους ξετρυπώσουμε και να γλεντήσουμε μαζί τους τις χαρές και τις λύπες μας. Κι αν δεν τους βρούμε, ενδεχομένως και ποτέ να μην τους γυρέψαμε με θέρμη τα απογεύματα που βαφτίζαμε την πλήξη μας ενηλικίωση.

Συντάκτης: Κατερίνα Τσιτούρα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη