Κάποιες στιγμές δυσανασχετείς με τους δύσκολους δρόμους. Το γνωρίζω καλά αυτό. Πολλές φορές είναι ανηφορικοί και σου κόβουν την ανάσα. Κι ύστερα αυτή η καταραμένη η αγωνία, πως ποτέ ξανά δε θ’ αναπνεύσεις όπως τότε που όλα φάνταζαν μια ευθεία κι εσύ στεφόσουν ο βασιλιάς του σύμπαντος.

Έπειτα, μην ξεχνάς και τις αποσκευές. Βαριές, τις κουβαλάς στην πλάτη σου για κάμποσο καιρό τώρα. Στην αρχή σκέφτηκες «δε βαριέσαι, δυο-τρία παλτά πικρίας κι ένα κοστούμι εξιδανικευμένου έρωτα τα σηκώνουν οι ώμοι μου». Με τα χρόνια, ωστόσο, μαζεύτηκαν κι άλλα υφάσματα μουντά και μελαγχολικά σαν τα γκρίζα σύννεφα που συστηματικά έδιωχνες απ’ τον ουρανό σου.

Κι αυτή η αναθεματισμένη η βροχή… Τα παπούτσια σου αφήνουν τα χνάρια τους στη λάσπη, ένα πέρασμα απελπισίας και κάποιες ελπίδες που ανάβουν και σβήνουν. Και βέβαια αστραπές, πόσες αστραπές! Θυμάσαι ακόμη τον παππού. «Μην τις φοβάσαι», σε καθησύχαζε, τότε που παιδάκι ακόμη κουλουριαζόσουν έντρομος στο κρεβατάκι σου. «Οι αστραπές είναι φως. Λάμπουν δαιμονισμένα και σε ξυπνούν από επικίνδυνους εφιάλτες. Ηχούν δυνατά και σε τραντάζουν ολόκληρο, πώς θα γινόταν να τις αγνοήσεις; Μα πες μου, τι μεγαλειώδες κατόρθωσε ποτέ ο άνθρωπος δίχως τις καταιγίδες που χαλύβδωσαν χαρακτήρες;».

Εσύ –μεταξύ μας πάντα– τον φοβόσουν τον πόνο. Περισσότερο κι απ’ τις αστραπές. Τον απέφευγες για χρόνια επιμελώς, πίσω από λαμπερά χαμόγελα και ναζιάρικα τινάγματα ώμων. Προχωρούσες, λοιπόν. Λίγο πιο κοντά στην ξεγνοιασιά και τόσο πιο μακριά απ’ την αλήθεια. Η αλήθεια σε κυνηγούσε, όμως. Συγκέντρωνε τα στοιχεία σου κι οργάνωνε το μεγάλο της χτύπημα. Τα εμπόδια ορθώθηκαν κάποτε στους ανθισμένους κήπους και μονάχα ο κάκτος θα επεβίωνε. Όφειλες να σκληρύνεις.

Έλεγες πως δε θα τα καταφέρεις. Εξάλλου κλασικό παιδί της καλοπέρασης ήσουν, της γεμάτης ντουλάπας, της εντατικής ηλιοθεραπείας και των απροβλημάτιστων χαχανητών. «Τώρα να σε δω τι ψάρια πιάνεις», σου ψιθύριζε η ζωή. Αναπολούσες συχνά τις πιο ανέμελες μέρες, τότε που το μαύρο εξοστρακιζόταν με συνοπτικές διαδικασίες απ’ τη χρωματιστή παλέτα της ψυχοσύνθεσής σου. Ήταν μια ζόρικη διαδρομή, καθόλου δε θα το ωραιοποιήσεις. Γεμάτη αγκάθια, δύσβατα στενά και ιλιγγιώδεις γκρεμούς.

Μα πια από εκεί ψηλά, στην κορυφή ακριβώς του βουνού, με κοιτάς θαρρετά κι όρκο παίρνεις πως τίποτα δε θ’ άλλαζες. Έπρεπε να στερέψεις από δάκρυα για να δεις με μάτια καθαρά, να χάσεις τον ήλιο για ν’ αγγίξεις το φως και να φιλήσεις κάποιους βατράχους για να ξετρυπώσεις την πιο ξεχωριστή αγάπη. Ποιος ξέρει, ενδεχομένως και ν’ αντιλήφθηκες πως ο μοναδικός βάτραχος της ιστορίας υπήρξε η αφεντιά σου. Αναδιένειμες ρόλους, κάποιοι κόπηκαν απ’ το σενάριο, ορισμένοι σε πούλησαν καθώς έδωσαν χέρια με άλλον παραγωγό για περισσότερα χρήματα. Συμβαίνουν κι αυτά, υποθέτω.

Λεφτά πέρασαν απ’ τα χέρια σου κάμποσα μα κατάλαβες πως η μοναξιά ακόμη και σαν πλούσια κι ελκυστικότατη ζωντοχήρα στο κρεβάτι της δε θα σε παρασύρει. Και στο παγκάκι απέναντι απ’ το σπίτι σου άνοιξες κάνα-δυο κουτάκια μπίρας με φίλους καρδιάς σε στιγμές μεγάλης αφραγκίας.

Όσο ανέβαινες ανηφόρες κι έχανες αναπνοές τόσο έβλεπες πέρα απ’ την ομίχλη. Τους ασήμαντους και τους σπουδαίους, τα κοσμικά πάρτι και τις ξάστερες κουβέντες, τους επιφανειακούς μπαρόβιους και τους μεγαλειώδεις τυχοδιώκτες, τα καθωσπρέπει καθάρματα και τις αντισυμβατικές συντροφιές, τους μίζερους εύπορους και τους γενναιόδωρους μικρομεσαίους.

Και τελικά κατάλαβες κάτι, μεγάλο και πολύτιμο, που μέσα σου θα κουβαλάς παντοτινά. Αυτός ο κόσμος απαιτεί ένα κάποιο στιλ. Και στα εύκολα και στα δύσκολα. Και πείσμα. Πολύ πείσμα. Όταν οι αστραπές την πόρτα σου χτυπήσουν, μην κλειδώσεις. Ν’ αποφύγει τις αλλαγές του καιρού κανένας σοφός δεν τα κατάφερε, εξάλλου. Βγες έξω, λοιπόν. Κρατά την ομπρέλα σου με χάρη. Έπειτα πέτα την. Καλά το διάβασες. Ξεφορτώσου την επιτέλους! Με ομπρέλα ούτε ένας δε σώθηκε απ’ τον τυφώνα, φίλε μου. Για αλλαγή αφέσου στη δίνη. Βίωσέ τη. Γιατί ακόμη και στα πιο πυκνά σκοτάδια, στους πιο τρομακτικούς και μακριούς χειμώνες βασιλεύεις εσύ, ένα δέντρο σταθερό και περήφανο στη μέση του αχανούς δάσους. Στάσου ακίνητος και πίστεψε στις βαθιές σου ρίζες.

Και τώρα, μια κάμπια που προαγωγή πήρε κάποτε, μου χαρίζει κλεφτές ματιές από εκεί ψηλά. Τσουλήθρα κάνει στο χρωματιστό ουράνιο τόξο και χαρούμενη δείχνει. Το ξέρει. Οι καταιγίδες θα έρθουν και θα φύγουν, τα όνειρα θα θριαμβεύσουν και θα διαψευστούν, οι φίλοι θα τη σώσουν και θα χαθούν, οι έρωτες θα προδοθούν και θα λυτρωθούν, ο εαυτός της θα πέσει και θα σηκωθεί. Και θα είναι εντάξει.

Γιατί εσύ, ένα δέντρο του απρόσμενου πεπρωμένου, τους ανέμους θα κοπάσεις και φτερά θα βγάλεις σαν πεταλούδα. Θα πετάς ελεύθερος και λιγότερο ανυποψίαστος. Ομπρέλα δε θα ξανακρατήσεις, μα τους χειμώνες θα θυμάσαι με σεβασμό και τα καλοκαίρια θα εκτιμάς περισσότερο στο εξής.

 

Συντάκτης: Κατερίνα Τσιτούρα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη