Σου έχει συμβεί ποτέ αφηρημένος στις σκέψεις σου να πιάνεις το νου να γυρνάει πίσω; Να περνάνε απ’ τα μάτια σου εικόνες σαν ένα φιλμ από ταινία που ξετυλίχθηκε αργά στον χρόνο. Μια σειρά με πρωταγωνιστή εσένα και γύρω σου να περιστρέφονται σκηνές από αναμνήσεις που σημαίνουν για σένα πολλά, άλλες τα πάντα και κάποιες που σε αφήνουν παγερά αδιάφορο. Ανθρώπους που πέρασαν, έπαιξαν έναν ρόλο κι απομακρύνθηκαν κι άτομα που απαρτίζουν πολύ σημαντικά κομμάτια της ζωής σου και παραμένουν δίπλα σου ακόμα και σήμερα.

Νομίζω πως αν είχαμε την επιλογή να διαλέξουμε σε ποιο σημείο του χωροχρόνου θα θέλαμε πιο πολύ να γυρίσουμε και να αναβιώσουμε, αυτό θα ήταν το κομμάτι της παιδικής μας ηλικίας.

Η πανέμορφη εκείνη περίοδος που όταν τη βιώναμε, δεν μπορούσαμε να διανοηθούμε πως στο μέλλον θα νοσταλγούσαμε πολλά απ’ τα δρώμενά της. Που αν γνωρίζαμε πόσο θα μας λείπει κάποτε, δε θα βιαζόμασταν να την προσπεράσουμε παριστάνοντας τους μεγάλους και τους καμπόσους.

Δε θα ξεχάσεις ποτέ εκείνες τις στιγμές που χωνόσουν σαν φοβισμένο κουτάβι κάτω απ’ τα σκεπάσματα στην αγκαλιά της γιαγιάς, όταν ήθελες να κρυφτείς από κάτι. Πάντα τα χέρια της μύριζαν μανταρίνι κι ήταν τόσο ζεστά όσο κι η ψυχή της. Ειδικά όταν τα πύρωνε στο τζάκι, η γραφικότητα κι η εικόνα της είναι χαραγμένη βαθιά μέσα σου.

Είναι εκείνες οι ώρες που το μυαλό σου για να ηρεμήσει ταξιδεύει πίσω. Στο σπίτι που μεγάλωσες. Την αυλή με τα λουλούδια που άπειρες φορές έφερνες βόλτα με το πρώτο σου ποδήλατο. Χαζεύεις ακόμα εκείνη τη φωτογραφία που πιτσιρίκι καμαρώνεις και ποζάρεις όλο νάζι. Για λίγα δευτερόλεπτα και για της ανάγκες της φωτογράφισης φυσικά αφού ο ασυγκράτητος ενθουσιασμός σου να κυνηγήσεις πάλι εκείνο το γατάκι σε συνέπαιρνε. Πόσες πληγές στα γόνατα δεν είχες ανοίξει στην προσπάθειά σου να κατακτήσεις τον κόσμο.

Κι εκεί έξω, η αλάνα που έπαιζες μικρός με τα γειτονόπουλα. Ακόμα αντηχεί στα αφτιά σου ο ήχος απ’ την μπάλα, τα σκέρτσα και τα χαχανητά. Μοσχοβολώντας πεύκο η ατμόσφαιρα απ’ το καταπράσινο δασάκι που εδώ κι εκεί χτίζατε σπιτάκια στα κλαδιά των δέντρων για να σκαρφαλώνετε πιο εύκολα. Η σάλπιγγα του στρατοπέδου που αντηχούσε τρεις φορές τη μέρα σου θύμιζε πως ήρθε η ώρα για το πρωινό ξύπνημα, το μεσημεριανό χουζούρι και τη βραδινή ξεκούραση.

Καθετί παιδικό που σκέφτεσαι έχει πολύχρωμες αποχρώσεις χαρούμενων στιγμών. Ήχους απ’ τα κελαηδήματα καναρινιών και φαντασία. Δύσκολα πρωινά ξυπνήματα, προσευχή στο σχολικό προαύλιο κι εκδρομές. Ακόμα θυμάσαι πόσο κρύο ήταν το θρανίο κι άβολη η σχολική καρέκλα την ώρα που το κορμάκι σου κουρασμένο δεν είχε άλλες αντοχές για μάθημα.

Η τάξη μύριζε βιβλία, κιμωλίες και ξύσμα από μολύβια. Σου ήταν αδύνατο να συγκεντρωθείς στο μάθημα όταν στην ατμόσφαιρα διαχέονταν οσμές όπως το ψημένο τοστ και ζαμπονοτυρόπιτα. Καταλάβαινες αμέσως πως πλησίαζε η ώρα του διαλείμματος. Και φυσικά ήθελες να φτάσεις πρώτος στην ουρά του κυλικείου για να προλάβεις να τελειώσεις το φαγητό σου πριν χτυπήσει το κουδούνι για μέσα.

Και στο σχόλασμα, στην ανηφόρα δίπλα απ’ το σχολείο, περίμενε να σε παραλάβει ο παππούς. Αρκεί να κοιτούσες έξω απ’ το παράθυρο και φαινόταν η όψη του από μακριά. Σε ξαλάφρωνε από το βάρος της βαριάς σάκας παίρνοντάς την πάνω του και βουρ για το σπίτι.

Πάντα γυρνώντας απ’ το σχολείο η κουζίνα μοσχοβολούσε κάτι ωραίο μαγειρευτό. Ειδικά τους χειμωνιάτικους μήνες, όταν η σούπα άχνιζε μέσα απ’ την κατσαρόλα, ήταν αδύνατο να συγκρατηθείς και να μην πλησιάσεις κοντά να πάρεις έστω μία εικονική γεύση κοιτάζοντας μέσα το περιεχόμενό της. Ο παππούς γελούσε με τη λαιμαργία σου κι εσύ έκανες υπομονή να στρωθεί το τραπέζι.

Απ’ τις ωραιότερες στιγμές της ημέρας ήταν όταν η μαμά γυρνούσε απ’ τη δουλειά. Ο χαρακτηριστικός ήχος του αυτοκινήτου της σε έκανε να διακόψεις ό,τι κι αν καταπιανόσουν και να τρέξεις ευθύς κοντά της να την προϋπαντήσεις στην πόρτα. Εκείνη την ώρα ήταν λες και δε σου έλλειπε τίποτα. Παριστάνοντας πως δεν είχες ορθογραφία να διαβάσεις για την επόμενη μέρα, εκμεταλλευόσουν το χρόνο μαζί της παίζοντας επιτραπέζια και πηγαίνοντας στην παιδική χαρά όπου ξεφάντωνες μέχρι τελικής πτώσης.

Τότε είχες τα πάντα. Ένα μπλοκ ζωγραφικής, τους μαρκαδόρους σου κι άφθονο χρόνο. Μα πάνω απ’ όλα είχες την ξεγνοιασιά και το χαμόγελο της ευτυχίας χαραγμένο στα χείλη σου. Τους ανθρώπους που ίσως πλέον μετά από χρόνια η ζωή σου πήρε. Και που αν  αντιλαμβανόσουν πόσο θα σου έλειπαν αργότερα, θα τους αγκάλιαζες σφιχτά μέχρι να μουδιάσουν.

Το παρελθόν μας είναι κομμάτι μας. Ως παιδιά χτίσαμε και βιώσαμε μια καθημερινότητα που πλέον φαντάζει παραμύθι. Με ήρωες άλλα παιδιά, ζώα, παιχνίδια, τραγούδια, γέλια, αλλά και κλάματα. Αναμνήσεις που μας καθόρισαν ως ανθρώπους και που αποτελούν πλέον το ξεχασμένο εκείνο χαμόγελο μέσα στο σεντούκι με τους θησαυρούς. Αυτό που αν ψάξουμε κοιτώντας τα άλμπουμ και τα ενθύμια θα μας θυμίσει κάτι από εμάς, απ’ τη ζωή μας και τον κόσμο γύρω μας.

Συντάκτης: Μαίρη Νταουξή
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη