Κουβαλούσα τη μοναξιά μου
σαν παλιό παλτό
που δεν τολμούσα να πετάξω.
Της είχα ράψει κρυφά τσέπες
για να κρύβω μέσα τους
ό,τι έμενε από τις σιωπές μας.

Βαρύ το φορτίο,
όχι από βάρος,
αλλά από απουσία.
Ένα τίποτα
που όμως γέμιζε τον χώρο,
με θόρυβο αδιόρατο,
σαν άμμος που σέρνεται στα παπούτσια.

Την έσερνα μαζί μου παντού.
Στις γωνίες που έσκυβαν οι μέρες,
στις νύχτες που έλιωναν
με φως τεχνητό.
Δε με άφηνε μόνη ποτέ –
αυτή η ειρωνεία της μοναξιάς.

Κι όταν έσκυβα να την αφήσω,
εκείνη μ’ αγκάλιαζε πίσω.
«Δεν κουβαλάς εμένα», μου έλεγε.
«Εγώ είμαι απλώς το όνομά σου
όταν δεν προφέρουν το δικό του».

 

Συντάκτης: Ευφροσύνη Γιακουμόγλου