

Περιπλανήθηκαν στο άτοπο τοπίο.
Εκεί βρέθηκαν,
στο σκοτεινό αυτό μέρος.
Εκεί που ατμόσφαιρα μύριζε θειάφι και αιθέρα.
Αγγίχτηκαν,
χωρίς να βλέπονται
στο άχρωμο αυτό τοπίο.
Επαναστάτησαν στο τίποτα,
φιλήθηκαν
χωρίς το χθες και το αύριο.
Δεν υπήρχε ποτέ γι’ αυτούς
άλλωστε,
ούτε μια χαμένη προσδοκία.
Δυο χέρια κρατήθηκαν δυνατά
και λύγισαν το Έρεβος,
που άπλωνε κρίνα
σαλεμένο
στο διάβα τους.