Προσπαθούμε να ισορροπήσουμε πάνω σε μια ολισθηρή τελεία μέσα στο χρόνο, κρατώντας με δύναμη στα χέρια μας, τους αέναα κινούμενους λεπτοδείκτες του. Σκαρφαλωμένοι και γαντζωμένοι γερά πάνω τους, προσπαθώντας να τους εμποδίσουμε να κινηθούν έστω και για μια ανήμπορη στιγμή. Μα εκείνοι, άκαμπτοι κι αδιάφοροι, συνεχίζουν να τρίζουν σκουριασμένοι και βιαστικοί, μετρώντας ένα προς ένα όλα τ’ ανίσχυρα δευτερόλεπτα. Διαγράφοντας ατέρμονες, κυκλικές πορείες πάνω στο καντράν των επαναλαμβανόμενων γενεθλίων μας.

Κι εμείς, μοιάζουμε να είμαστε τ’ ασήμαντα πιόνια του, οι ανίσχυρες μαριονέτες του, οι ναυαγισμένοι στα κύματα της λεπτόρρευστης άμμου της κλεψύδρας του. Να προσπαθούμε ν’ ανακαλύψουμε εκεί στα βαθιά ανήλιαγα γαλάζια μας, το τι πραγματικά νιώθουμε. Να κάνουμε μικρές απόπειρες ώστε να εκφράσουμε με όλες τις απλές, τις ταπεινές και μεστές μας λέξεις, όλα εκείνα τα έντονα, τα πολύχρωμα, τ’ ασαφή κι ακατέργαστα, που στριφογυρίζουν μέσα μας.

Καθισμένοι στο στρογγυλό τραπέζι, την ώρα που το σκοτάδι πλημυρίζει το σχεδόν άδειο δωμάτιο και γεμίζει την κάθε μικρή του χαραμάδα. Με διαθέσεις μυστικών εξομολογήσεων να ίπτανται αιωρούμενες στη θολούρα της βραδιάς. Από εκείνες τις πυρωμένες, τις έντονα σφυρηλατημένες, στο αμόνι της ωμής, ατσάλινης ειλικρίνειας. Αντέχεις; Έλα ν΄ απαντήσουμε ο καθένας χωριστά στη μόνη ερώτηση που μας βασανίζει. Πώς νιώθεις;

Έλα να μιλήσουμε για όλα εκείνα τα συναισθήματα που αναδεύονται μέσα μας όταν βρισκόμαστε σ΄ εκείνα τα πρώτα ασταθή βήματα της σχέσης μας. Να επιχειρήσουμε να εναποθέσουμε πάνω σ΄ εκείνο το τραπέζι τις ατόφιες αλήθειες για το πώς αισθανόμαστε σ΄ εκείνο το σημείο, που η σχέση μας ξεκινά. Κι άντε τώρα να βγεις από την εξοντωτική σου δίνη, να σταθείς απέναντι στον εαυτό σου και να καταφέρεις ν’ ανασύρεις όλα αυτά τα συναισθήματα στην επιφάνεια. Να γίνεις ο αντικειμενικός, αποστασιοποιημένος παρατηρητής, που θα καταφέρει να τ’ αποτυπώσει με ενάργεια στο λευκό άσπιλο χαρτί μπροστά του.

Κι εσύ, θα ομολογήσεις ξεκάθαρα ότι νιώθεις μπερδεμένος, ξαφνιασμένος από όλα αυτά τα καινούργια που υφαίνονται στις σκέψεις σου. Μ’ έναν καρφωμένο φόβο στο μυαλό, μήπως όλο αυτό το πανέμορφο που νιώθεις, δεν αντέξει στο φαύλο πέρασμα του χρόνου. Μήπως όλο αυτό που ζεις, είναι ακόμη ένα απατηλό παιχνίδι των πόθων, από κείνα που κυβερνούν τους λογισμούς μας που μας παρασύρουν στα δίχτυα τους και μας ξεβράζουν ξέπνοους και συλημένους στις ακτές των ματαιώσεων. Κι ομολογείς ότι ακροβατείς με χάρη ανάμεσα στα θέλω της καρδιάς σου και στα όσα προσπαθεί να εμφυσήσει στη σκέψη σου η ισχυρή εκλογίκευση των συναισθημάτων σου. Δίνοντας μια ακόμη αρχέγονη, μα αμφίρροπη μάχη, ανάμεσα στο «σε θέλω πολύ» και στο «πού θα με οδηγήσει όλο αυτό που νιώθω;»

Μα εκείνο το πυρετώδες και συνάμα παρορμητικό συναίσθημα της εξοντωτικής έξαρσης, να είναι πάντα εκεί. Να σε παρασύρει, να σε στριφογυρνά στη δίνη του, κι εσύ να μένεις με ανοιχτά τα χέρια στους ανέμους κι ένα μόνιμο χαμόγελο καρφωμένο στα χείλη σου. Να το ζεις ως τα μύχια σου βαθιά στα ανεξιχνίαστα, να παραδίδεσαι με μάτια κλειστά στα πιο δυνατά συναισθήματα, να κάνεις στάχτη τη λογική, να εξυμνείς μόνο το «πώς νιώθεις;».

Κι ο άλλος, σίγουρος για το ότι αυτό που τον κυριεύει μέσα του, τού είναι απόλυτα γνώριμο, σαφές, ξεκάθαρο κι αποσαφηνισμένο. Χωρίς εσωτερικές παλινωδίες, χωρίς αναίτια διλήμματα. Κόντρα στα ερωτηματικά που σέρνονται πίσω από τα «μήπως», με πείσμα ενάντια στις υποθέσεις όλων των «αν». Ισόβιος λάτρης, μόνο των «θέλω». Ν’ αφήνει ανοικτά τα  χέρια ν΄ αγκαλιάζουν όλα εκείνα τα φοβισμένα μέσα σου. Να σε διεκδικεί, να σε παρασύρει, να σου ζητά μα και να σου δίνει, απλόχερα.

Τελικά πόσο δύσκολο είναι να νιώθουμε με τον σύντροφό μας τα ίδια ή παρόμοια συναισθήματα; Είναι που είμαστε διαφορετικές προσωπικότητες, που έχουμε διαφορετικούς εσωτερικούς ρυθμούς και που τελικά, διαφορετικά αγαπά ο καθένας μας. Όμως η δύναμη της αγάπης εξακολουθεί να παραμένει ίδια, παρ΄ όλες τις αντιθέσεις μας. Και μοιάζουν οι ταλαντεύσεις μας μέσα στη σχέση, σαν μια ατέλειωτη τραμπάλα που άλλοτε μας ανεβάζει ψηλά κι άλλοτε μας ρίχνει κατάχαμα. Είναι που δοκιμάζονται μέσα μας όλα εκείνα τα οριακά συναισθήματα, όλα εκείνα τα ακραία. Ο φόβος της απώλειας, οι αδηφάγοι πόθοι, το μεθύσι της ταύτισης, η ματαίωση, το ανελέητο κυνήγι των άπιαστων στιγμών της ευτυχίας.

Κι ίσως τελικά, αυτό που μας ενώνει δυνατά, είναι που μέσα από τις διαρκείς αντιθέσεις μας, τα διαφορετικά μας «θέλω» και τη διαφορετική ένταση που ο καθένας μας αγαπά, μαθαίνουμε να περπατάμε πλάι. Κι ίσως αυτό να είναι και το πιο σπουδαίο. Να περπατάμε πλάι μαζί, νιώθοντας διαφορετικά.

Συντάκτης: Όλγα Αρβανιτά
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου