Κι έρχεται λοιπόν η νύχτα, η πόλη σκοτεινιάζει και αν δεν είναι Παρασκευοσάββατο για να βγεις για ένα ποτό, πέφτεις στο κρεβάτι. Ίσως αύριο δουλεύεις, μπορεί να πρέπει να ξυπνήσεις νωρίς, να έχεις κάποια υποχρέωση, μπορεί πάλι κι όχι. Μακάρι να είσαι από τους καλότυχους απόψε, σκέφτεσαι.

Ελπίζεις ο Μορφέας να μην έχει για ακόμη ένα βράδυ διάθεση για το αγαπημένο του παιχνίδι, το κρυφτό, στο οποίο πάλι εσύ τα φυλάς κι εκείνος κρύβεται. Κι αν είσαι τυχερός ίσως τον βρεις σύντομα, αν όχι, θα μείνεις ξύπνιος μέχρι το χάραμα, μπορεί και λίγο παραπάνω μέχρι να αποφασίσει ο ίδιος να σου προδώσει το μέρος που κρυβόταν.

Ξαπλώνεις λοιπόν κι ελπίζεις. Αν οι συγκυρίες είναι καλές, δηλαδή αν δεν είναι καλοκαίρι και δε σκάει ο τόπος, θα κοιμηθείς. Αν είσαι πολύ κουρασμένος και νιώθεις τα μάτια σου να μην αντέχουν, τότε ναι, θα κοιμηθείς γρήγορα. Κλείνεις, λοιπόν, τα μάτια, στριφογυρνάς λίγο από ‘δω, λίγο από εκεί, βρίσκεις την κατάλληλη θέση και κοιμάσαι. Αυτό είναι το ευτυχές σενάριο, το ιδανικό.

Όμως, εδώ και πολλά βράδια δεν ανήκεις στο κλαμπ αυτών που έχουν ρυθμίσει το ρολόι του ύπνου τους σωστά και δε φταις εσύ γι’ αυτό αλλά κάποιος άλλος κι αυτός ο άλλος έχει ονοματεπώνυμο. Ονοματεπώνυμο και πρόσωπο. Και το παίρνεις απόφαση μετά το μισάωρο ή τη μία ώρα που έχει περάσει πως δε θα τα καταφέρεις, πως έχασες τη μάχη. Παραιτείσαι από το παιχνίδι του ύπνου από νωρίς γιατί ξέρεις εξαρχής την κατάληξή του.

Σηκώνεσαι και κάνεις τσιγάρο. Κοιτάζεις το κινητό σου παρόλο που ξέρεις ότι δε θα σου έχει στείλει κάτι. Τελικά, αποδέχεσαι για άλλο ένα βράδυ ότι σου λείπει, ότι θα ήταν καλύτερα να κοιμόσασταν αγκαλιά, ότι δεν μπορείτε να είστε ξανά μαζί. Όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά αλλά πάνω-κάτω κάπως έτσι. Προτιμάς να ξενυχτήσεις από το να κλείνεις τα μάτια σου και να σκέφτεσαι όσα περάσατε μαζί, όσα ζήσατε, όσα δεν προλάβατε αλλά θα θέλατε να ζήσετε.

Η ώρα περνάει κι ο Μορφέας δε φαίνεται να θέλει να σου προδώσει την κρυψώνα του. Πλέον κι εσύ δεν αισθάνεσαι την ανάγκη να τον ψάξεις, ξέρεις πως σε κέρδισε για ακόμη ένα βράδυ. Ως πότε, αναρωτιέσαι. Αλλά η ερώτηση κάθε βράδυ εδώ και πολλά βράδια –δε θυμάσαι καν πόσα– παραμένει ρητορική.

Οι πιο σωστές ώρες για να κοιμάται κανείς είναι αυτές από τη 1 μέχρι τις 8, λένε. Είναι αρκετό ένα επτάωρο, λένε. Αυτές οι μικρές, όμως, ώρες είναι πάντοτε κι οι πιο δύσκολες, λένε. Τότε προσπαθείς να κοιμηθείς εσύ, αλλά ξυπνάνε οι σκέψεις σου, λένε.

Το μυαλό σου σε εκδικείται κι απόψε. Δε θέλει να ηρεμήσει, θέλει να σκεφτεί και να ζήσει ξανά από την αρχή την ιστορία σας σαν μια κακή επανάληψη ενός αποτυχημένου σήριαλ με μια δυνατή αρχή, μια μέτρια μέση κι ένα άσχημο φινάλε μέχρι τα πρώτα δάκρυα να φτάσουν για άλλη μια νύχτα στα μάτια σου κι ένας σωρός ερωτήσεων να πλημμυρίσει το κεφάλι σου: σε σκέφτεται, τι κάνει, περνάει καλά μακριά σου, γιατί δεν έχει επικοινωνήσει τόσες μέρες;

Ο οργανισμός κι οι άμυνες σου έχουν πια εξαντληθεί, αποδέχεσαι ότι ήταν ένα δύσκολο βράδυ, ξέρεις πως δεν μπορείς να κάνεις κάτι πέρα από το να δώσεις ένα γερό χαστούκι στον εαυτό σου για να συνέλθει και να πάει παρακάτω, να προχωρήσει μπροστά. Οι άλλοι πώς μπορούν, το ίδιο μπορείς κι εσύ. Σημασία έχει να είσαι πρώτα εσύ καλά και μετά όλοι οι υπόλοιποι. Δίνεις αυτήν την υπόσχεση στον εαυτό σου, οπλίζεσαι με αυτοπεποίθηση και γενναιότητα κι αποφασίζεις να πέσεις για ύπνο.

Δεν κοιτάζεις το ρολόι, απλά υποθέτεις ότι είναι κάπου μεταξύ τέσσερις και πέντε το πρωί, τα κατάφερες και σήμερα. Ο Μορφέας κουράστηκε να κρύβεται, βγαίνει οικειοθελώς από τη μυστική του κρυψώνα κι έρχεται να σε πάρει μια μεγάλη αγκαλιά. Ήρθε λοιπόν η στιγμή που περίμενες εδώ κι ώρα, τα βλέφαρά σου κλείνουν. Αποδέχεσαι την ήττα σου, έχασες τη μάχη ξέρεις, όμως, πως δεν έχεις χάσει και τον πόλεμο. Ίσως αύριο βράδυ ο Μορφεάς να σε περιμένει από νωρίς στο κρεβάτι σου.

 

Επιμέλεια Κειμένου Σεραφείμ Δέλλιου: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Σεραφείμ Δέλλιος