Στις δυαδικές φιλίες, συνήθως δύο πρόσωπα έρχονται κοντά εξαιτίας των αντιθέτων ή ταυτόσημων προσωπικοτήτων τους. Στην πρώτη περίπτωση, δύο άνθρωποι με εκ διαμέτρου αντίθετη ιδιοσυγκρασία, στέκονται απέναντι ο ένας στον άλλον και κινούνται ανομοιόμορφα σε ένα καθρέφτισμα αλληλοσυμπλήρωσης. Στη δεύτερη, οι δυο τους, απέναντι ο ένας στον άλλον, στην ίδια ακριβώς πόζα κι ένα βήμα μπροστά, αγκαλιασμένοι σφιχτά, πότε-πότε μαζί τρώνε τα μούτρα τους κι ενώνουν δυνάμεις για να τα γιατρέψουν.

Στις παρέες τα πράγματα είναι αλλιώς. Οι παρέες είναι σαν ένα νόστιμο πιάτο με πολλά και διαφορετικά συστατικά. Το κάθε μέλος έχει κερδίσει έναν ρόλο τον οποίο υπερασπίζεται επιμελώς και οι υπόλοιποι το σιγοντάρουν υπερασπιζόμενοι τον δικό τους. Όλοι θυμούνται την πρώτη φορά που συναντήθηκαν, την πρώτη κουβέντα που είπαν και κυρίως τον ρόλο που ανέλαβε ο καθένας αυθόρμητα. Το πρώτο αστείο χρήζει τον σπιρτόζο, η πρώτη αμφισβήτηση του αστείου τον πνευματώδη, η πρώτη κατευναστική απόπειρα δείχνει τον «πυροσβέστη» και η πρώτη ξεκαρδιστική και προπαντός απρόσμενη ατάκα, τον θρύλο! Τέλος, στο μέλος αυτό της παρέας που δε μιλάει πολύ, αλλά όταν αποφασίσει να το κάνει, η παρέα υποκλίνεται. Τι κι αν οι υπόλοιποι συνήθως δε θυμούνται πώς το τυπάκι αυτό βρέθηκε μαζί τους. Είναι πολύ σίγουροι ότι βρισκόταν ανάμεσά τους από πάντα.

Αυτόν τον τύπο, στο σχολείο τον πρόσεξαν μετά τη δεύτερη βδομάδα. Καθόταν στη μέση της τάξης. Ούτε πολύ μπροστά να τον ζορίζουν οι καθηγητές με ερωτήσεις και αναθέσεις, ούτε πολύ πίσω να τον  κουράζουν οι συμμαθητές του με τα ανόρεκτα, αντι- ακαδημαϊκά τους αστεία. Δεν κοίταζε στον πίνακα σχεδόν ποτέ και ζωγράφιζε κάτι ψυχεδελικά σχήματα στα χέρια του. Στο τέλος του πρώτου μήνα, όταν ο πλακατζής της παρέας αποφάσισε να δείξει το ταλέντο του, καθόλου αυτό δεν εκτιμήθηκε από τον λυκειάρχη. Μαινόμενος μπήκε στην τάξη και με γουρλωμένα μάτια ρωτούσε να μάθει τι είχε συμβεί. Κανένας φυσικά δε ζήτησε τον λόγο για να του εξηγήσει. Ο λυκειάρχης κοίταζε όλους ένα – ένα και τότε το τυπάκι, χωρίς να ζητήσει το λόγο μα και χωρίς να του παραχωρηθεί, έτσι, μόνο με μια ανεπαίσθητη έγκριση που του δόθηκε από τα γουρλωμένα μάτια, την έριξε την ατάκα! Και ναι, ήταν επική! Φυσικά, γέλασε μέχρι και ο λυκειάρχης (διόλου ανεπαίσθητα). Ασφαλώς ο πλακατζής τη γλίτωσε, κι αυτός επάξια πήρε επιτέλους τον ρόλο του στην παρέα.

Την πρώτη μέρα στα σκαλιά της σχολής πέντε άγνωστοι κρατούσαν αμήχανα τα κινητά και κοιτούσαν γύρω να εντοπίσουν έστω ένα γνώριμο πρόσωπο. Έτσι εντόπισαν άλλα τέσσερα, καθόλου γνώριμα αλλά το ίδιο ψαρωμένα! Μαζί στα εργαστήρια, κάποτε στα μαθήματα, πάντα στα cafe, τα βράδια στα φοιτητικά τους σπίτια, μέχρι το πρωί. Στα σκαλιά της σχολής βρέθηκαν όλοι μαζί και μετά την πρώτη τους καταστροφική εξέταση. Έριχνε ψιλόβροχο. Πέντε έξι χαμένα κορμιά – έτσι νιώθουν οι πρωτάρηδες στην πρώτη αποτυχημένη προσπάθεια να περάσουν μάθημα. Ο έκτος (ήταν έξι από την αρχή;) ψιλοαδιάφορα, ψιλοβαριεστημένα, με την πλάτη σχεδόν γυρισμένη στους υπόλοιπους, κάτι ψέλλισε για μερικά δευτερόλεπτα, λύθηκαν όλοι στα γέλια· η βροχή δυνάμωσε- ας έβρεχε όσο ήθελε αυτοί είχαν ο ένας τον άλλον, θα τα καταφέρουν την επόμενη φορά.

Οι παρέες με τα χρόνια μεγαλώνουν. Αριθμητικά και ηλικιακά. Προστίθενται νέα μέλη. Σχέσεις, πιθανόν σύζυγοι και παιδιά. Τα πράγματα αλλάζουν και οι αποτυχημένες εξεταστικές προκαλούν μόνο νοσταλγία στη θύμησή τους. Ο σπιρτόζος δεν τα έχει καταφέρει πολύ καλά στα οικονομικά του κι ο φιλόσοφος δε στεριώνει σε σχέση. Ο «πυροσβέστης» έχει χάσει την κατευναστική του φύση στην πίεση του εργασιακού του περιβάλλοντος. Κάποιου οι γονείς είναι άρρωστοι. Κάποιου άλλου έχουν φύγει. Κάποιου το σώμα τον έχει προδώσει. Κάποιον τον έχουν προδώσει άνθρωποι. Ο έκτος της παρέας, δε βρίσκει ατάκα να πει. Έχει να πει λόγια απλά, για όλες τις φορές που ο καθένας ξεχωριστά υπήρξε χαρούμενος και δυνατός. Όλα τα έβλεπε και τα ένιωθε. Όλα τα θυμάται. Όλα τα ζύγιζε, κρατούσε την ουσία τους, τα επεξεργαζόταν μέσα του και όταν οι άλλοι σώπαιναν, μιλούσε αυτός. Δεν ήθελε να παίρνει κανενός τον ρόλο. Ήταν αυτάρκης και πλήρης.

Οι φίλοι αυτοί δεν είναι πάντα εκεί όταν η παρέα μαζεύεται. Δεν τους πειράζει να χάνουν στιγμές. Όταν όμως είναι παρόντες δε χάνουν ούτε μία κουβέντα, ούτε μία έκφραση προσώπου, ούτε ένα βλέμμα, ούτε μία σιωπή. Φτιάχνουν παζλ στο μυαλό τους και τη στιγμή που οι άλλοι χάνουν τα κομμάτια τους, αυτοί με μια φράση τα ενώνουν ξανά. Όλοι λύνονται στα γέλια ή βαλαντώνουν στα κλάματα. Το γέλιο και το κλάμα ενώνει τους ανθρώπους. Ειδικά όταν κάποιος μπορεί να σε πάει από το ένα στο άλλο με μία και μόνο κουβέντα. Ψιλοαδιάφορα και ψιλοβαριεστημένα.

Συντάκτης: Νεκταρία Αναστασίου