Όλοι, σχεδόν, μπαίνουμε στο ιστορικό των μηνυμάτων μας, για να διαβάσουμε παλιές συνομιλίες μας. Να δούμε και πάλι τα μηνύματα που ανταλλάξαμε με όσους διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στη ζωή μας. Ας το ομολογήσουμε, χωρίς ενδοιασμούς. Πόσα βράδια έχουμε περάσει αραχτοί στον καναπέ ή το κρεβάτι μας, κρατώντας το κινητό μας; Είναι απ’ αυτές τις νύχτες που κάποιες μελαγχολικές σκέψεις παγιδεύουν το μυαλό μας και τότε κυριευόμαστε απ’ τον πόθο της παλινδρόμησης στο παρελθόν μας.

«Τι κάνεις;», «Πόσος χρόνος έχει περάσει από τότε που μιλήσαμε για τελευταία φορά;», «Με σκέφτεσαι;», «Μιλάς σ’ άλλους για μένα;», «Άραγε, εσύ έχεις διαγράψει τα μηνύματά μας ή όχι;»· ερωτήματα αναπάντητα που περνούν απ’ το μυαλό μας και που όλοι, σχεδόν, απευθύνουμε σιωπηλά στον άνθρωπο που σημάδεψε τη ζωή μας -άλλοτε όμορφα κι άλλοτε δυσάρεστα.

Ανοίγουμε το τηλέφωνο, ψάχνοντας στα μηνύματα να βρούμε τ’ όνομα εκείνο που κάποτε ήταν το αγαπημένο μας κι η καρδιά μας χτυπούσε σαν τρελή όταν εμφανιζόταν στις ειδοποιήσεις μας. Ένα όνομα που σήμερα δεν παίζει τον ρόλο που είχε κάποτε στη ζωή μας, αλλά για κάποιο λόγο εξακολουθεί να καταλαμβάνει χώρο στο μυαλό μας -και σίγουρα στο κινητό μας.

Τα βλέμματά μας καρφώνονται πάνω στο μικρό εικονίδιο που μέσα του κρύβει τις συνομιλίες μας. Διστακτικά το ανοίγουμε κι ανατρέχουμε στο παρελθόν των μηνυμάτων μας. Το διάβασμα ξεκινά. Τόσα εισερχόμενα, απεσταλμένα κι αποθηκευμένα μηνύματα. Όλα γίνονται εικόνα ξανά. Μια γλυκιά έξαψη, όπως την πρώτη στιγμή της γνωριμίας μας.

Τα πρώτα μηνύματα. Πόσο ξεχωριστοί ήμασταν τότε ο ένας για τον άλλον. Πόσο γλυκιά ήταν η αναμονή της στιγμής που θα βλέπαμε, θα ακούγαμε, θα αγγίζαμε εκείνο το πρόσωπο. Πόσο ελεύθερα γράφαμε όσα νιώθαμε ο ένας για τον άλλον· δίχως αναστολές και ντροπές. Οι συνομιλίες μας κυλούσαν σαν νερό. Συνεχή μηνύματα, ατελείωτες συζητήσεις. Καλημέρες και καληνύχτες, ανάμεσα σ’ αμέτρητες κίτρινες φατσούλες ως χαριτωμένες αποτυπώσεις των συναισθημάτων μας.

Πώς να μην ήταν καλή η μέρα κι η νύχτα, αφού βλέπαμε εκείνο το όνομα να αναβοσβήνει στην οθόνη του κινητού μας; Δεν ήταν μόνο η αίσθηση της σκέψης που ομόρφαινε κάθε στιγμή μας, οι καλημέρες κι οι καληνύχτες αυτές μας άλλαζαν τον κόσμο όλο. Ανοίγουμε τα βίντεο που στέλναμε αφιερώνοντας τα αγαπημένα μας τραγούδια. Κοιτάζουμε ξανά τις αυθόρμητες selfies που ανταλλάσσαμε, τραβηγμένες μόνο για έναν ως απάντηση στο «πού είσαι/τι κάνεις τώρα;».

Η νοσταλγία μας γίνεται πιο έντονη. Πόσο περίεργο συναίσθημα· αφήνει αυτή τη γλυκόπικρη γεύση. Τα μηνύματα αυτά μας γυρίζουν πολύ πίσω. Χρωματίζουν τη μνήμη μας, έτσι ώστε το παρελθόν να μοιάζει πιο ελκυστικό απ’ το παρόν μας. Οι θαμμένες αναμνήσεις μας ζωντανεύουν και πάλι, νιώθουμε να ερωτευόμαστε απ’ την αρχή.

Μήπως, τελικά, αυτός είναι ένας εύκολος τρόπος για να διώξουμε τη μελαγχολία και να ξεχάσουμε τις δυσκολίες, που μπορεί να αντιμετωπίζουμε στο παρόν μας; Έστω και για λίγο; Επειδή με ‘κείνα τα πρόσωπα όλα είναι τόσο οικεία. Οι αναμνήσεις που μας συνδέουν είναι πολλές κι έντονες. Δεν έχει πια τόσο μεγάλη σημασία αν τότε πικραθήκαμε. Άλλωστε, δε λένε ότι ο χρόνος όλα τα γιατρεύει; Ακόμη όμως κι αν δεν είναι έτσι, απαλύνει σιγά-σιγά τον πόνο κι επουλώνει τις πληγές μας.

Διαβάζοντας τις συνομιλίες μας, αισθανόμαστε εκείνα τα σημαντικά για μας πρόσωπα παρόντα στο τώρα μας. Νιώθουμε το παρελθόν και το μέλλον μπλεγμένα στο παρόν μας απ’ το οποίο μπορεί να λείπουν, όμως αυτή τη στιγμή το κυριεύουν. Σαν να χρωστάμε και να μας χρωστούν ακόμη τόσα πολλά. Ίσως ο χρόνος να μην έφτασε για να τα κάνουμε και να τα πούμε όλα. Ίσως κάποιοι από εμάς να μην πάψαμε στιγμή να αγαπάμε. Απλώς συνηθίσαμε να ζούμε με την απουσία.

Αλήθεια πόση ώρα πέρασε; Σε λίγο χαράζει. Η μπαταρία του κινητού σχεδόν άδειασε κι εμείς μαζεύουμε τις μνήμες απ’ τα χάδια, τα φιλιά και τα «σ’ αγαπώ». Κλείνουμε τα μάτια και κοιμόμαστε σαν να ‘μαστε και πάλι μαζί, όπως τότε. Ξανά απ’ την αρχή.

Πόσο περίεργο είναι μια άψυχη οθόνη να βγάζει τόσο δυνατά συναισθήματα; Κι εμείς κινούμενοι μέσα σ’ όλα τα άηχα μηνύματα ζωντανεύουμε ξανά το παρελθόν. Κι ερωτευόμαστε απ’ την αρχή· ξανά και ξανά.

 

Συντάκτης: Ελίζα Κωνσταντινίδου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη