Όλοι μας μεγαλώνουμε και μπαίνοντας στην εφηβεία, αναζητούμε την ανεξαρτησία μας. Περιμένουμε πώς και πώς να ανοίξουμε τα φτερά μας , να πάμε για σπουδές, να κάνουμε ό,τι γουστάρουμε χωρίς τι και πώς. Έλα όμως που ο ρόλος της μάνας δεν τελειώνει με το που βγαίνεις από το κατώφλι του σπιτιού σου.

Θυμάμαι τον εαυτό μου όταν ξεκίνησα τις σπουδές μου, πόσο ενθουσιασμένη ήμουν για τη νέα μου ζωή, τις προοπτικές, την απεξάρτηση από το πατρικό μου. Δεν ήταν έτσι όμως, γιατί η μάνα δεν έχει στο λεξιλόγιο της τη λέξη ανεξαρτησία. Κι όλα άρχισαν με τα αγωνιώδη τηλεφωνήματα αν όλα είναι εντάξει στο σπίτι, αν βρήκα παρέες  και διάφορα άλλα. Οκ, εκεί λες, από αγωνία το κάνει γιατί θέλει το καλό σου. Και η ιστορία συνεχίζεται κάπως έτσι. «Πού πήγες; Με ποιον ήσουν; Να προσέχεις στο δρόμο, μη γυρνάς αργά. Μην εμπιστεύεσαι κανέναν». Κάπου εκεί το παραμυθένιο όνειρο ανεξαρτησίας γίνεται μαμαδίστικη αστυνομική κατάθεση πρώτης γραμμής. Όπως όλοι άλλωστε οι εικοσάχρονοι, δεν αναγνωρίζεις την αξία αυτής της κίνησης και τσαντίζεσαι που σε πρήζουν στα τηλέφωνα και δε σου δείχνουν ίχνος εμπιστοσύνης.

Αυτό σε οδηγεί είτε στο να αποφεύγεις τα τηλέφωνα με τους δικούς σου, που αν μένουν μακριά έχει καλώς, είτε στο να τους απαντάς επιθετικά και νευριασμένα. Τότε είναι που ακούς και το θρυλικό «θα με θυμηθείς αργότερα γιατί η μαμά έχει πάντα δίκαιο». Αυτό που ευχόμουν πάντα ήταν να μην είχε, αλλά δεν ξέρω πώς , πάντα έπεφτε μέσα σε ό,τι  έλεγε.

Αν συνεχίσεις να ζεις μακριά της, αυτό το σενάριο θα επαναλαμβάνεται στην καθημερινότητά σου και θα πιστεύεις πως είναι τόσο κουραστικό όλο αυτό. Υπάρχει όμως και η περίπτωση κάπου η επικοινωνία να χαθεί. Όποιος  λόγος και να είναι η αιτία, είναι μια πολύ επώδυνη ανακάλυψη πως αυτή που τόσα χρόνια σε έπρηζε ήταν τόσο σημαντική για σένα και ήταν από τα λίγα άτομα -ίσως και το μοναδικό- που νοιαζόταν πραγματικά για το τι κάνεις. Αυτή η φωνή που κάποτε γκρέμιζε το τηλέφωνο από τις παρατηρήσεις, τώρα δεν είναι εφικτό να την ακούς καν για μια καλημέρα. Κάπου εκεί αναθεωρείς κάθε προηγούμενη άποψή σου και καταλαβαίνεις τη σημασία της και τα ευχαριστώ που αξίζει να της πεις.

Μια μάνα η ένας πατέρας αντίστοιχα, έχουν τόση αγάπη να δώσουν, που κάποτε για μας τα παιδιά καταντάει ασφυκτικό. Όμως, ας μην αφήνουμε τον επαναστάτη μέσα μας να τους στεναχωρεί και να πληγώνει τη σχέση που έχουμε, γιατί ούτε αυτή η σχέση είναι δεδομένη. Άλλωστε τα παιδιά, όπως και οι γονείς, βγάζουν όλη τους την ένταση στη μεταξύ τους σχέση γιατί ξέρουν πως ό,τι γίνει, θα συγχωρεθεί. Για τους περισσότερους από μας ισχύει αυτό. Νευριάσαμε από την ανάκρισή τους, από την επεμβατική συμπεριφορά τους, κλείσαμε στα μούτρα τηλέφωνα, χτυπήσαμε πόρτες από τα νεύρα, κι όμως αυτοί εκεί, να έχουν την αγκαλιά τους ανοιχτή για μας. Πάντα έτοιμοι να δώσουν τη στοργή και την απάντηση όταν το δικό μας «εγώ» πάσχει, όταν χωρίσαμε, όταν χάσαμε τη δουλειά μας, όταν τσακωθήκαμε με τον κολλητό μας.

Μπορεί λοιπόν να θεωρούμε τους γονείς μας απελπιστικά κουραστικούς με την αγωνία τους για μας, αλλά ας μη ξεχνάμε πως αυτοί είναι οι άνθρωποι που στάθηκαν κοντά μας χωρίς τι και πώς, χωρίς να ζητάνε τίποτα από μας, παρά μόνο να μας έχουν στη ζωή τους. Καλό θα ήταν λοιπόν να τους το δείχνουμε όσοι μπορούμε, για να μην καταντήσουμε να εκτιμήσουμε κάτι όταν αυτό χαθεί. Μια αγκαλιά είναι παιδιά, δεν κοστίζει τίποτα αλλά αξίζει τον κόσμο όλο. Ειδικά για μας που είμαστε μίλια μακριά και δεν μπορούμε, είναι αξία ανεκτίμητη.

 

 

Συντάκτης: Νικολίνα Ανδριάνα Χριστοφόρου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου