Σε κάποιες φάσεις της ζωής σου –αν όχι τις περισσότερες– εύχεσαι να ήσουν μόνος και να ηρεμούσες από τη φασαρία των πάντων. Περιμένεις να κλείσεις την πόρτα αφότου φύγουν οι τελευταίοι καλεσμένοι, πελάτες ή αφεντικά. Περιμένεις να νιώσεις τη σιγή ιχθύος στο περιβάλλον σου. Ακουμπάς το μέτωπο με την παλάμη σου και σκέφτεσαι «τι μέρα και αυτή». Ή μάλλον, ίσως το πεις και δυνατά. Και κάπως έτσι ξεκινάνε όλα.

Είναι βέβαιο –όσο περίεργο και να ακούγεται–, ότι όλοι μας έτυχε να μιλήσουμε στον εαυτό μας φωναχτά. Είτε γιατί μας είδαμε στον καθρέφτη και μας θεωρήσαμε ένα φυσικό συνομιλητή, είτε απλά για να ακούσουμε μια γνώριμη φωνή. Αυτό που δεν κάνουν όμως όλοι, αλλά μόνο μια εκλεκτή μερίδα πληθυσμού, είναι να απευθύνονται σε άψυχα αντικείμενα. Σε άβια πράγματα, ναι. Καλά διάβασες.

Η εσωτερική αυτή ανάγκη πηγάζει από στιγμές θυμού ή πόνου. Ας θέσουμε το παράδειγμα του τραπεζιού στο οποίο σκοντάφτουμε γιατί «πετάγεται μπροστά μας». Ή ακόμα καλύτερα του κομοδίνου που φλερτάρει ασύστολα μία ζωή με το μικρό δάκτυλο του ποδιού. Αργά ή γρήγορα θα το χτυπήσεις το ρημάδι το πόδι τόσο απρόσεκτος που είσαι. Θα αρχίσεις να βρίζεις το έπιπλο που βρέθηκε στον δρόμο σου. «Αναθεματισμένο, πού βρέθηκες μέσα στα πόδια μου;». Βέβαια, θα μπορούσε κανείς –δικαίως– να ρωτήσει αν περιμένεις απάντηση στο ερώτημά σου. Όχι φυσικά! Αλλά κάπου πρέπει να ξεσπάσεις, ειδικά στις περιπτώσεις που η ευθύνη αφορά τα έπιπλα που πήραν πρωτοβουλία, μετακινήθηκαν εντελώς μόνα τους και μπλέχτηκαν στα πόδια σου! Όχι ότι εσύ περπατάς σαν Charlie Chaplin ας πούμε και δε βάζεις τα γυαλιά σου μόλις ξυπνάς το πρωί! 

Βέβαια, δεν είναι ότι τα βάζεις μόνο με τα άψυχα αντικείμενα. Κάποτε αρχίζεις και τα γλυκόλογα. Πόσες ήταν οι φορές που μέχρι να πάρει μπρος το αμάξι ή το κλιματιστικό είπες την ατάκα: «Άντε χρυσό μου, ξεκίνησε σε παρακαλώ». Η κουβέντα, βέβαια, μπορεί να επεκταθεί και σε ερωτήσεις. Μπαίνεις για παράδειγμα στο μπάνιο και βλέπεις ότι τελείωσε το σαμπουάν. «Τώρα βρήκες και ‘συ να τελειώσεις; Πω ρε φίλε», λες και θα πάρεις ποτέ απάντηση πίσω. Το δε ψυγείο πώς τολμάει να μην έχει τα απαραίτητα μέσα; Ανοίγεις το κουτί με τα αλλαντικά και το ρωτάς: «Πότε τελείωσες καλέ;»

Οι πιο επικές συζητήσεις όμως γίνονται με το κινητό τηλέφωνο. Θες όταν αυτό χτυπάει αδυσώπητα και δε σταματάει όταν εσύ είσαι στην τουαλέτα; Θες όταν πέφτει στο πάτωμα και το σώζεις στο παρατσάκ πριν γίνει θρύψαλα; Ή όταν η μπαταρία είναι ετοιμοθάνατη και το παρακαλάς να αντέξει λίγο ακόμα μέχρι να πας στο σπίτι; Σίγουρα θα του φώναξες έστω μία φορά: «Καλά μωρέ έρχομαι, τι βαράς συνέχεια» και χωρίς αμφισβήτηση θα το είπες «κωλοκινητό» και θα το κατηγόρησες ότι χαλάει όλη την ώρα. Δεν έχει καμία σημασία αν δεν ακούει, δε μιλάει, δε φέρει καμία ευθύνη για τη χρήση του. Σημασία έχει ότι θες να δικαιολογήσεις τον εαυτό σου και κατηγορείς εκείνο για τη χαμένη κλήση και την κακή συντήρησή του. Σίγουρα θα αποδεχτεί τις ευθύνες του, ποτέ δε θα σου πει όχι, εξάλλου. Σίγουρα θα αποδεχτεί τις ευθύνες του, ποτέ δε θα σου πει όχι, εξάλλου.

Ίσως ακούγεται λίγο τρελό όλο αυτό αλλά είναι ένα είδος επικοινωνίας, ακόμα και είδος μονολόγου. Κι αυτά τα αντικείμενα είτε τα βρίσεις είτε τα στολίσεις με χρυσόσκονη δεν αντιδρούν καθόλου. Θες και ‘συ να πεις τον πόνο σου βρε αδελφέ. Ακόμα και το ζευγάρι παπουτσιών που σ’ έκανε να γλιστρήσεις, τότε, σε εκείνη την κατηφόρα, άκουσε την γκρίνια σου. «Θα ήμουνα τρελός να ξαναβάλω αυτά τα παπούτσια», λες χαμηλόφωνα, «Θα ‘θελα να ‘ξερα τι σκεφτόταν όποιος έφτιαχνε τη σόλα» αναρωτιέσαι. Δεν έχει καμία σημασία που δε θα σου λύσει κάποιο από αυτά τα αντικείμενα τις απορίες σου. Σημασία έχει ότι εκτονώθηκες, τα είπες και ξεμπέρδεψες.

Πάντα θα τα βάζουμε με τα αντικείμενα, θα τους μιλάμε και θα μας παιδεύουν. Όχι, ότι είμαστε τρελοί και περίεργοι, αλλά έτσι κυλάει και πιο ευχάριστα η καθημερινότητα.

Με χιούμορ, ψυχραιμία και αυτοσαρκασμό.

Συντάκτης: Νικολίνα Ανδριάνα Χριστοφόρου
Επιμέλεια κειμένου: Μάιρα Τσιρίγκα