Ανέκαθεν, όταν το συναίσθημά μας φτάνει στα όριά του, ο οργανισμός μας ξεσπάει. Κι αυτός είναι ο λόγος που οι άνθρωποι δεν κλαίνε μόνον όταν λυπούνται, αλλά κι όταν χαίρονται, φοβούνται, θυμώνουν ή αγχώνονται πολύ. Το κλάμα είναι μια απολύτως φυσιολογική κι επιθυμητή αντίδραση του οργανισμού μας, με σκοπό να κάνει restart. Κατευθείαν, μετά από κλάματα, νιώθουμε ήδη ελαφρύτεροι, σαν το πρόβλημα ή η λύση του να μην είναι και τόσο ακατόρθωτη κι η όλη κατάσταση να μην είναι τόσο καταστροφική.

Έτσι λοιπόν, αν κάτι μπορεί και πρέπει να ειπωθεί για το κλάμα, είναι πως σίγουρα μας λυτρώνει. Ο εαυτός μας ξεσπά, το συναίσθημα απελευθερώνεται κι εμείς αποκτάμε ένα κατά πολύ καθαρότερο μυαλό, για να μπορέσουμε ν’ αντιμετωπίσουμε δια της λογικής την εκάστοτε συνθήκη. Και μάλιστα αυτό το κλάμα, που πολλοί από δειλία αποφεύγουν, έχει πολλαπλά οφέλη για τον οργανισμό μας, με πρώτιστη την οφθαλμική απολύμανση. Παράλληλα, μαζί με τα δάκρυα, ξεκινά η διαδικασία για την απελευθέρωση ευχάριστων συναισθημάτων, όπως το ουράνιο τόξο ύστερα απ’ τις καταιγίδες. Κι αυτά τα συναισθήματα ευθύνονται για την ξαφνική αισιοδοξία που νιώθουμε αφότου βάλουμε τα κλάματα κι ηρεμήσουμε.

Το κλάμα για εκείνον που ξεσπά έχει πολλά να πει. Το ίδιο και για τον αποδέκτη του. Αρχής γενομένης από εκείνον που κλαίει, είναι βέβαιο πως όταν εκφράζουμε ανοιχτά τα συναισθήματά μας είμαστε, αλλά και γινόμαστε, πιο δυνατοί. Δε δειλιάζουμε, δεν ντρεπόμαστε και δεν έχουμε τίποτα να κρύψουμε. Είναι υγιές το κλάμα κι ακόμη πιο υγιής η έκφρασή του, δείχνοντας ξεκάθαρα πως το άτομο που ξεσπά είναι ικανό να αντιμετωπίσει τα πάντα. Κι εκτός αυτού, θα το κάνει με καθαρό μυαλό, με λογική κι ηρεμία και δε θα μείνει αρνητικά επηρεασμένο από ένα έντονο συναίσθημα. Απ’ την άλλη πλευρά όμως, όταν είμαστε στη θέση του αποδεχτή όλα είναι διαφορετικά.

Έχετε νιώσει ποτέ άβολα βλέποντας κάποιο κοντινό σας άτομο να κλαίει; Κατά μια έννοια είναι λογικό, διότι είναι μια προσωπική στιγμή για τον καθένα, γι’ αυτό και πολλοί ντρέπονται ή δε θέλουν να κλαίνε με θεατές. Ωστόσο, αυτό το άβολο συναίσθημα που νιώθουμε μόλις βλέπουμε τα μάτια κάποιου οικείου μας να είναι βουρκωμένα, υποδηλώνει πολλά περισσότερα απ’ ό,τι πιστεύουμε, για εμάς και την προσωπικότητά μας.

Αρχικά, αν το πρόσωπο αυτό είναι στενά συνδεδεμένο μαζί μας, γνωρίζουμε ήδη πως θέλοντας και μη, το συναίσθημά του θα επηρεάσει και το δικό μας. Μπορεί να νιώσουμε τόσο άβολα που να βάλουμε κι οι ίδιοι τα κλάματα, κάτι το οποίο δεν επιθυμούμε, διότι προφανώς ντρεπόμαστε! Κι αν θεωρούμε πως το κλάμα είναι προσωπική υπόθεση του καθενός, τότε εμείς σίγουρα δε θα κλαίγαμε μπροστά του, αρά εκείνος γιατί; Μ’ αλλά λόγια, ίσως εδώ να μιλάμε για μια προσωπικότητα που δυσκολεύεται ν’ ανοιχτεί μπροστά σε άλλους, φοβάται να εκτεθεί για να μην κατηγορηθεί, να μην κριθεί. Εν ολίγοις, να μην τσαλακωθεί και να μη δείξει πως είναι αδύναμος. Φοβούνται μη δείξουν την αδύναμη πλευρά του χαρακτήρα τους, εκείνη που ζητά βοήθεια.

Υπάρχουν κι άτομα που ενώ κι οι ίδιοι θα ξεσπούσαν σε κλάματα αν το ένιωθαν, ενώπιον άλλων, δεν αντέχουν να είναι θεατές. Το άβολο συναίσθημα χτυπάει κόκκινο. Ο λόγος; Ο φόβος του δεσμού. Πολλοί από εμάς επιλέγουμε να δημιουργούμε σχέσεις κοντινές κι απόμακρες ταυτοχρόνως. Και λειτουργούμε μ’ έναν τρόπο ανάλογο του «ναι μεν είσαι ο καλύτερός μου φίλος, μα αν ξεπεράσεις τα όριά μου θ’ απομακρυνθώ!» κι η στενή επαφή ή η τρυφερότητα είναι σίγουρα ένα αδιάρρηκτο όριο των συγκεκριμένων. Μ’ άλλα λόγια, νιώθουν άβολα να είναι πολύ κοντά με κάποιον και το μυαλό παίζει τα δικά του παιχνίδια. Έτσι, ένας άνθρωπος με φόβο δεσμού, μπορεί να δει τον φίλο του να κλαίει κι εκείνος να νιώσει την ανάγκη ν’ απομακρυνθεί. Είναι σαν ξαφνικά να του γεννούνται δυσάρεστα συναισθήματα γι’ αυτό το άτομο, γιατί τον απειλεί η συναισθηματική εγγύτητα.

«Οι άνδρες δεν κλαίνε!». Τι; Εσείς δεν τον ξέρατε; Δυστυχώς, και το τονίζω, πολλά άτομα θεωρούν τους εαυτούς τους όντα που δε δικαιούνται να λυγίζουν. Δεν είναι -ή σωστότερα, δεν πρέπει να είναι- συναισθηματικά και σίγουρα καθόλου ευαίσθητα. Έχουν «έντονη αρρενωπότητα και δεν είναι τίποτα παιδάκια για να κλαίνε». Πώς λοιπόν ένας τέτοιος άνθρωπος, που έχει καταπιέσει σίγουρα ουκ ολίγες φορές τα δάκρυα και στο συναίσθημά του, θα νιώσει άνετα βλέποντας κάποιον να κλαίει; Προφανώς και θα αισθανθεί άβολα, διότι δεν ξέρει πώς θα ένιωθε αν ήταν στη θέση του και σίγουρα φοβάται μην τον πάρουν κι εκείνον τα ζουμιά και φανεί πως έχει ενσυναίσθηση.

Απ’ την άλλη πλευρά, αν νιώθει κανείς άβολα βλέποντας ένα αγαπημένο του πρόσωπο να κλαίει, μπορεί επίσης να δηλώνει πως πατά στη γη! Δεν είναι ο Μεσσίας και σίγουρα δεν μπορεί να σώσει τον καθένα. Επομένως, δεν είναι καθόλου εγωιστής και δεν πιστεύει πως μπορεί να γιατρέψει και να σώσει του πάντες. Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν, εάν ανήκουμε σ’ αυτήν την κατηγορία πως όσο αβοήθητος είναι ο άνθρωπός μας, άλλο τόσο είμαστε κι εμείς. Όσο κι αν θέλουμε, κι αν προσπαθούμε δεν μπορούμε να έχουμε επιτυχείς λύσεις για όλα. Έτσι, νιώθουμε άβολα, γιατί ήδη γνωρίζουμε πως δεν μπορούμε να κάνουμε και πολλά, πέρα απ’ το να προσφέρουμε τον ώμο μας, ένα χαρτομάντιλο και να δώσουμε μια φιλική-προσωπική συμβουλή.

Κλείνοντας λοιπόν, σχεδόν όλοι μας νιώθουμε άβολα όταν βλέπουμε κάποιο κοντινό μας άτομα να κλαίει. Υπάρχουν πολλοί και διαφορετικοί λόγοι, οι οποίοι προσιδιάζουν σε διαφορετικά χαρακτηριστικά, αλλά και τύπους προσωπικότητας. Καθένας θα πρέπει να ψάξει μέσα του να βρει τι κρύβει κι αν θέλει να το αλλάξει. Σημασία έχει να συνειδητοποιήσουμε πως δεν είμαστε αδύναμοι όταν ξεσπάμε και πως το κλάμα είναι το πιο υγιές ξέσπασμα. Δε χρειάζεται να φοβόμαστε μην κριθούμε, ούτε να θέλουμε να είμαστε τέλειοι και σούπερ δυνατοί. Άνθρωποι είμαστε, όχι καρτούν.

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Ελένη Ρέκκα
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου