Το μόνο που θελήσαμε για κάποιους ανθρώπους ήταν να δούμε χαμόγελα στις φάτσες τους, να τους δώσουμε ευτυχία, να τους προσφέρουμε στιγμές από κείνες που δε θα ήθελαν να ξεχάσουν.

Τολμήσαμε να τους αγαπήσουμε γιατί το άξιζαν και να κάνουμε όμορφες τις μέρες τους ακόμα κι αν άλλοι τούς τις μαύριζαν. Μείναμε κοντά τους όταν έπρεπε να είχαμε ήδη φύγει, επιμέναμε να τους στηρίζουμε όταν δεν ακουμπούσαν καν πάνω μας, είχαμε υπομονή να δούμε κάτι από όλα αυτά να επιστρέφεται πίσω σε μας.

Δε μας αγάπησαν όσοι αγαπήσαμε. Δε μας επιστράφηκαν όσα προσφέραμε. Εκείνοι έφυγαν και δεν ξέρουμε αν μας εκτίμησαν και ποτέ. Τους δώσαμε τα πιο μεγάλα και τα πιο σπουδαία μας. Στα μάτια μας ήταν οι μοναδικοί και δεν μπορούσε κανένας να τους μοιάσει ή να τους ανταγωνιστεί.

Εκείνοι που τους χαρίσαμε χωρίς να θέλουμε να μας δώσουν. Ίσως τρόμαξαν ή δείλιασαν ή απλώς δεν ήθελαν. Εκείνοι που μας σημάδεψαν και δεν μπορούμε να αναπτύξουμε κανένα αρνητικό συναίσθημα όταν μας περάσουν απ’ το μυαλό.

Μόνο ένα παράπονο έμεινε. Ούτε θυμός, ούτε μίσος για το φευγιό τους. Ένα παράπονο που δεν έκατσαν να δουν πόσα παραπάνω μπορούσαμε να τους δώσουμε. Μας μέτρησαν λάθος κι εμείς τους μετρήσαμε πάλι λάθος. Απ’ τα λάθη, λένε, γίνεσαι πλούσιος. Φθείρεσαι κάπως μα βγαίνεις με εμπειρίες και μαθήματα.

Ήταν αρκετό που πέρασαν κι ας μην έμειναν. Αρκετό που μας άφησαν να θυμόμαστε την αγάπη κι ας μην ήταν από αυτούς. Που μάθαμε μαζί τους πόσο ψηλά μπορούμε να φτάσουμε. Που δοκιμάσαμε τα όριά μας κι απαρνηθήκαμε τους κανόνες μας. Που μαζί τους ζήσαμε. Που μας γέμισαν γνώσεις για το τι σημαίνει πάθος ή εγωισμός, ανιδιοτέλεια ή φιλότιμο.

Μας έμαθαν ότι η ανάγκη μεγαλώνει όσο κι αν την κρατάς στη σίγαση, όσο κι αν δεν απαιτείς. Μας δίδαξαν ότι πρέπει και να φεύγεις καμιά φορά για το σωστό σου. Γιατί ακόμα κι αν μπήκαμε για καλό στη ζωή τους, δεν μπορούσαμε να μη φύγουμε όταν μας το επέβαλλαν. Με τη συμπεριφορά, τα λόγια, με το ίδιο το βλέμμα τους.

Θα έχουν μια θέση μέσα μας και θα αποτελούν κομμάτι δικό μας. Τους αγαπάμε μέχρι σήμερα, αλλά όχι όπως τότε. Με λίγη ξεθωριασμένη μνήμη κι αλλιώτικη αγάπη, έτσι όπως μεστώνει μες στον χρόνο και ξυπνά απ’ τις αναμνήσεις. Αυτό μένει στην τελική, να θυμάσαι. Δεν υπάρχει κάτι άλλο να σε κρατά. Ούτε παρουσίες, ούτε αγγίγματα, ούτε καν τυχαίες συναντήσεις. Μόνο θύμισες, λειψές ελπίδες και μισά όνειρα.

Έφυγαν και δεν έμαθαν πως θα τους ακολουθούσαμε παντού. Το παράπονο που άφησαν δε στάθηκε ικανό να σκοτώσει το νοιάξιμο που είχαμε γι’ αυτούς. Κάθε δυνατό κι αληθινό συναίσθημα μένει καταχωνιασμένο έτσι όπως γεννήθηκε, όχι ξεχασμένο.

Το βλέμμα μας αν τύχει και συναντηθεί με το δικό τους, θα δείξει πολλά κρυμμένα. Στα μάτια κρύβεται και η αγάπη και τα αναπάντητα «γιατί» μας. Μας αλλάξανε αυτοί οι άνθρωποι. Μα τα ερωτηματικά μας δεν ψάχνουν πια απαντήσεις γιατί τις έδωσε ο χρόνος. Είτε μέσα από τη σιωπή είτε μέσα από πράξεις.

Ο ίδιος χρόνος κάποτε θα τους δείξει πως δε θα μας βρουν σε καμιά διαδρομή πέραν από αυτήν που θα κάνουν στο παρελθόν τους. Θα μιλάνε για μας μόνο σε αόριστο και παρατατικό, ποτέ σε μέλλοντα. Κι όπως θα μιλάνε, ανεξάρτητα απ’ το τι λένε, θα γνωρίζουν καλά πως δεν έπραξαν σωστά, πως μας αδίκησαν.

Αυτοί που αγαπήσαμε και δε μας αγάπησαν, χρωστάνε το λιγότερο μια εκτίμηση κι ένα ευχαριστώ. Έστω κι αν εμείς βρισκόμαστε σ’ άλλα μέρη, άλλο χρόνο, με άλλα πρόσωπα γύρω μας. Έστω κι αργά, έστω τώρα που εμείς τους έχουμε πια φύγει.

 

Επιμέλεια Κειμένου Μαρίας Παναγιώτου: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Μαρία Παναγιώτου