Οι άνθρωποι ξεχνάνε. Ξεχνάνε εύκολα και βολεύονται μες στα κατεστημένα, παίζουν κρυφτό με τις δικαιολογίες. Κουράζονται να προσπαθούν και σκεπάζονται με σεντόνια δειλίας κι εγωισμού.

Οι πραγματικοί εραστές όμως ξέρουν καλύτερα από τα γεγονότα το τι ένιωσαν. Και κάπου στην πορεία θα αναρωτηθούν για τα όσα μπορούσαν να κάνουν αλλιώς. Καμιά φορά δεν είναι που δεν άδραξαν τις ευκαιρίες, είναι που στέρεψαν κι αυτές.

Φτηνούς λόγους βρίσκουν οι άνθρωποι στο χωρισμό. Συνηθίζουν σε δύο αλλιώτικες καθημερινότητες, ανοίγουν τις πόρτες σε νέα πρόσωπα νομίζοντας πως έκλεισαν για τα καλά τις παλιές. Κι αν τύχει και συναντηθούν τυχαία μια μέρα κάπου έξω, οι αναμνήσεις θα ανεβάσουν μια παράσταση με τίτλο «μια φορά κι έναν καιρό εμείς…». Μόνο που οι σκηνές θα ‘ναι πια σκοτεινές κι άχρωμες. Ο χρόνος θα ξεθωριάσει την αγάπη μα δε θα την τελειώσει.

Οι πραγματικοί εραστές, θα περπατούν πολλές φορές και θα αποφεύγουν το πού θέλουνε να πάνε. Θα κάνουν χιλιόμετρα μακριά αλλά θα ‘ναι σαν να μην έφυγαν ποτέ. Και θα αναρωτιούνται αν το καταλάβαιναν πιο νωρίς πού θα είχαν στρίψει, τι θα είχαν κάνει, τι δε θα είχαν κάνει. Θα κραυγάζουν μέσα τους μήπως καταφέρει να ακούσει ο ένας τον άλλον μες στον κόσμο που έκτισε. Μα θα’ ναι κόσμοι μακρινοί, κόσμοι που δεν τέμνονται σε κανένα σημείο τους.

Πριν περάσει ο χρόνος από πάνω μας και χαλάσουμε, θα πω πως είσαι η μεγαλύτερη αλήθεια που έζησα και το πιο απίθανο μέλλον που στερήθηκα. Γιατί αγάπη μου θα μετανιώσουμε. Μα θα ‘ναι αργά.

Όταν συναντηθούμε θα προσπαθήσουμε να αποφύγουμε βλέμματα, θα χαμογελάσεις στη σύντροφό σου και θα της χαϊδέψεις το χέρι, θα αγοράσω παγωτό στο παιδί μου και θα μετροφυλλίσω ένα περιοδικό, θα ξεγελάσουμε την παρέα μας και μετά θα φύγουμε. Θα ξεγελάσουμε κι εμάς. Μα οι αναμνήσεις όσο θολές κι αν είναι θα μαρτυρούν με θράσος το πόσο δικός μου υπήρξες. Οι θύμισες από γέλια κι αγκαλιές θα υπογράφουν το πού ανήκα κι εγώ. Η οικογένεια που φτιάξαμε θα θυμίζει τις επιλογές μας. Γιατί αυτό που μας έτυχε να ζήσουμε, εμείς δε σταθήκαμε γενναίοι να κρατήσουμε.

Όσο κι αν ουρλιάζουμε μέσα μας, δε θα μπορεί να είναι πιο εκκωφαντικό από την πραγματικότητά μας. Θα απαντήσουμε σ’ έναν εσωτερικό μονόλογο πως μάλλον έτσι έπρεπε να γίνει και θα δείξουμε φόβο να σκεφτούμε πώς θα ήταν η μεταξύ μας οικογένεια. Θα πούμε πως δεν ήταν γραφτό να μείνουμε μαζί. Ευθυνόφοβοι και δειλοί, μικροπρεπείς. Κι έτσι θα χάσουμε για πολλοστή φορά.

Οι μεγάλοι έρωτες που δε στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων, το πληρώνουν στο μέλλον. Θα βάλει εκείνος το κοστούμι το επόμενο πρωί και θα πάει στη δουλειά, θα φορέσει κι εκείνη το χαμόγελο και θα μπλεχτεί μες στον πολύ κόσμο. Θα θυμηθούν για μια στιγμή τα βλέμματα που απέφυγαν εσκεμμένα. Θα σβήσει τις σκέψεις η καθημερινότητα. Λες και δεν ήτανε «κανείς», λες και δεν ήτανε «αυτή». Σε μια έξοδο θα τους πιάσει λίγο το ποτό, δε θα είναι εντάξει με όσα σκέφτονται αλλά θα περνάνε καλά. Έτσι θα πουν και θα κρυφτούν ξανά.

Δεν έχουν το δικαίωμα να μιλάνε για ταξίδια που δεν έκαναν αφού δε θα τα κάνουν ποτέ. Δεν έχουν το δικαίωμα να μιλάνε για προορισμούς που ταξίδεψαν γιατί κι αυτούς δεν τους εκτίμησαν σωστά.

Από επιλογή έντυσαν το σώμα τους  –μαριονέτες–  για να παίξουν σ’ ένα κουκλοθέατρο που το σενάριο δεν είναι άλλο από τις ζωές τους και οι πραγματικοί άνθρωποι πίσω από αυτό είναι οι ίδιοι. Η χειρότερη τιμωρία θα είναι όταν τελικά το καταλάβουν.

Γιατί η μετάνοια πάντα έρχεται. Εκεί που τα φώτα έχουν σβήσει κι είναι σκοτάδι, αναρωτιούνται για ‘κείνον τον άνθρωπο που πέρασε αφήνοντας τα σημάδια του στο κορμί τους. Για ‘κείνον που χρωμάτισε τις γκρίζες μέρες τους και πήρε λίγη από την καρδιά τους μαζί. Φενάκες θα αποδειχτούν για τους ίδιους τους εαυτούς τους.

Εκείνος δε λογάριασε πως πάντα αυτή θα μοιάζει με όσα απαγόρευσε στον εαυτό του, με όσα ξόρκιζε μα ήθελε πιο πολύ. Κι εκείνη δε λογάριασε πως την ευτυχία της θα την καθόριζε κάποιος άλλος. Γιατί λίγο αν πάλευαν περισσότερο, δε θα μετάνιωναν ποτέ.

Και σιγά, τι ήταν δηλαδή; Δυο άνθρωποι που αγαπήθηκαν πολύ. Δυο άνθρωποι που τον ομορφότερο παράδεισο τον εγκατέλειψαν από φόβο. Πόσο εύκολα αλήθεια χάνουν οι λέξεις το νόημά τους. Το «για πάντα» μοιάζει με ένα σφηνάκι που χάθηκε με μια ρουφηξιά. Το «ποτέ» δεν έχει την ερμηνεία που του έδιναν τότε. Συνοδεύεται από το ξανά μαζί, «ποτέ ξανά μαζί».

Και σ’ αυτό το «ποτέ» είναι καταδικασμένοι να ζήσουν.

Συντάκτης: Μαρία Παναγιώτου