Μέχρι κάποια ηλικία οι μέρες Παρασκευή και Σάββατο έχουν πολύ μεγάλη αξία. Είναι ταυτόσημες με τη νυχτερινή έξοδο, το ποτό, το ξενύχτι μέχρι πρωίας και ό, τι άλλο συνεπάγονται όλα αυτά. Κι όχι μόνο αυτές οι μέρες αλλά κι οποιαδήποτε άλλη.

Είναι επίσης, μια καλή ευκαιρία να φορέσει κανείς τα καλά του γιατί κάποια ρούχα έχουν την ώρα τους και τη μέρα τους.

Όταν περάσουν, όμως, λίγο τα χρόνια κι αρχίσουν μερικές υποχρεώσεις άλλου τύπου, η δουλειά γίνεται πιο ζόρικη κι οι απαιτήσεις μεγαλώνουν, αυτό αλλάζει. Τα βράδια της Παρασκευής και του Σαββάτου γίνονται οι καλύτερες ευκαιρίες για ξεκούραση και χαλάρωση.

Κάπου μετά τα είκοσι πέντε με τριάντα το σπίτι μοιάζει με το καλύτερο club κι ο καναπές φαντάζει πρώτο τραπέζι πίστα, η κουζίνα γίνεται το πιο in εστιατόριο και πουθενά δε θα βρεις πιο καθαρή τουαλέτα απ’ του σπιτιού σου.

Όσο μεγαλώνει ο άνθρωπος γίνεται αυτό που λέμε σπιτόγατος. Λίγο η κούραση, λίγο το οικονομικό –ή και πολύ δηλαδή–, μας κάνουν να διασκεδάζουμε μ’ άλλους τρόπους, τρόπους που αν μας τους περιέγραφαν πριν χρόνια –όταν το αίμα έβραζε– θα γελούσαμε μέχρι δακρύων.

Όλοι ξέρουμε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ζούμε, την καθημερινή πίεση, το άγχος, τις στεναχώριες κι όλοι όταν έχουμε λίγο ελεύθερο χρόνο προτιμούμε να τον ξοδεύουμε σε πράγματα που μας γεμίζουν και μας κάνουν καλό.

Όταν ο χώρος της διασκέδασης είναι το σπίτι, τότε αυτόματα όλα περνούν από το χέρι του καθενός. Αν εγώ επιλέξω το Σαββατόβραδο να μη βγω έξω σε κάποιο μπαρ ή εστιατόριο ή ό, τι άλλο, αυτόματα θα επιλέξω με ποιον θέλω να μείνω σπίτι, πώς θέλω να καθίσω στην καρέκλα ή στην πολυθρόνα, τι θα φορέσω, πώς θα έχω τα μαλλιά μου, σε τι ποτήρι θα πιω το ποτό μου και με τι πιρούνι θα φάω το φαγητό μου.

Αν απ’ την άλλη επέλεγα να βγω έξω, θα έπρεπε να ξέρω τι θα φορέσω, να χτενιστώ και να βαφτώ, να κάθομαι προσεκτικά κι όχι με τα πόδια πάνω και το κεφάλι κάτω, πιθανώς θα έπινα χάλια ποτό και θα έτρωγα το φαγητό μου προσεκτικά μήπως και στάξω και λερώσω την μπλούζα μου.

Άπειρος χαμένος χρόνος συν το χρόνο μετακίνησης, συν πιθανές άτυχες συναντήσεις και ανούσιους τυπικούς διαλόγους.

Το χειρότερο κομμάτι; Η επιστροφή στο σπίτι. Πόδια πρησμένα από την ορθοστασία, ρούχα και μαλλιά να βρωμάνε τσιγάρο, αυτιά να βουίζουν και πλάτη να πονάει από την άβολη καρέκλα.

Κάποτε με όλα αυτά νιώθαμε ευτυχισμένοι, κάποτε όμως τα δεδομένα ήταν διαφορετικά. Άλλος δούλευε κι άλλος ξόδευε, τα πόδια δεν ήταν ήδη κουρασμένα από τη δουλειά και την άλλη μέρα ο ύπνος θα μπορούσε να κρατήσει όσες ώρες ήθελε.

Δεν είναι κακό να είναι κανείς σπιτόγατος ούτε βέβαια να είναι και party animal. Είναι επιλογή του καθενός, ανάγκη. Τον ελεύθερο χρόνο μας επιβάλλεται να τον γεμίζουμε με πράγματα, πρόσωπα και καταστάσεις που μας φορτίζουν την μπαταρία κι όχι με κάτι που μας κάνει να βαριανασαίνουμε.

Ο ελεύθερος χρόνος είναι τόσο πολύτιμος και για κάποιους τόσο δυσεύρετος που είναι πραγματικά κρίμα να σπαταλιέται για λόγους τυπικότητας ή γιατί άλλοι αποφασίζουν.

Και το άλλο άκρο δεν είναι ασφαλώς καλό. Ναι, καλό το σπίτι, η άνεση του και η ζεστασιά του αλλά να μη φτάνουμε ν’ αγγίζουμε τα όρια της αντικοινωνικότητας. Μέτρο.

Ας κάνουμε ό, τι μας κάνει να χαμογελάμε και να αισθανόμαστε τυχεροί όταν τα κάνουμε όλα στην ώρα τους. Είναι μεγάλη υπόθεση, βλέπετε, να αποφασίζουμε να γίνουμε σπιτόγατοι αφού έχουμε χορτάσει από ξενύχτια.

Καλή διασκέδαση.

 

Συντάκτης: Σταυρούλα Φωτιάδου