Πώς είναι η ζωή στο εξωτερικό; Πόσο πιο ωραία μπορούμε να περνάμε εκεί; Πόσο πιο πολλά λεφτά και καλύτερη ποιότητα ζωής μπορούμε να έχουμε; Τι μας κρατάει τόσο πολύ εδώ παρ’ όλο που σιχαινόμαστε, την Ελλάδα κι όλα όσα συμβαίνουν σ’ αυτή;

Σίγουρα αυτές είναι σκέψεις που κυριαρχούν στο μυαλό στους περισσότερους από εμάς. Πολλοί, είτε έχουμε επιλέξει να κάνουμε δυο δουλείες για να μπορέσουμε να επιβιώσουμε, είτε κάνουμε μια και με το ζόρι πληρώνουμε τα βασικά. Φυσικά με τις αυξήσεις που παίρνουν συνεχώς τα πράγματα και με τον μισθό να παραμένει σταθερός, άντε και με τις ελάχιστες αυξήσεις που παίρνει, για να τα δίνουμε μετά στην εφορία, το κοινωνικό καθεστώς, τα εγκλήματα, τη μηδενική ασφάλεια, τον θυμό που όλο και θεριεύει, το όνειρο να μετακινηθούμε σε κάποια χώρα του εξωτερικού όλο και μεγαλώνει.

Με μια γρήγορη αναζήτηση, βλέπεις ότι ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα είναι περίπου 600-700 ευρώ ενώ σε άλλες χώρες του εξωτερικού μπορεί να φτάσει ή να ξεπεράσει τα 1500 ευρώ. Κι αυτό εκ πρώτης, ακούγεται τουλάχιστον ελκυστικό. Φυσικά, οι τιμές των προϊόντων διαφέρουν ανά χώρα, αλλά παντού εκτός από ‘δω όλα είναι ανάλογα. Δε γίνεται ο μέσος όρος σε ένα καλάθι αγορών να είναι τα 100 ευρώ, όταν ο μισθός είναι 650 ευρώ απλώς για να γεμίσεις το ψυγείο σου, χωρίς καν να υπολογίσεις καθαριστικά και λοιπές ανάγκες, βάλε και τα πάγια έξοδα τύπου ενοίκιο, λογαριασμοί. Ε, κάπως έτσι, όχι μόνο αγγίζεις τη φτώχεια αλλά την ξεπερνάς κιόλας.

Φυσικά το πρόβλημα στη χώρα που ζούμε δεν είναι μόνο τα λεφτά. Αν κάνεις το λάθος, ας πούμε, να χάσεις ή να σου κλέψουν την ταυτότητα ή τις κάρτες, εκεί να δεις χαμό. Ξεκινάει ένα μαρτύριο αρχικά του να αποδείξεις ότι δεν είσαι ελέφαντας και δεύτερον, οφείλουμε να παραδεχτούμε όλοι, ότι οι δημόσιες υπηρεσίες δε λειτουργούν ούτε με τον καλύτερο τρόπο, ούτε με την ευγένεια που θα ήταν απαραίτητο να διακατέχει τους ανθρώπους που είναι μέσα σε αυτές. Τηλέφωνο στο τηλέφωνο, παραπομπή στην παραπομπή για να κάνεις τη δουλειά σου, όταν ταυτόχρονα στο εξωτερικό, σε αντίστοιχη περίπτωση, με μια απλή αίτηση -ηλεκτρονική- έχεις πάρει ακριβώς αυτό που θες.

Για να μη συζητήσω για το σύστημα υγείας. Αν κάνεις άλλο ένα λάθος κι αρρωστήσεις, τότε ζήτω που καήκαμε. Ειδικά αν επιλέξεις να πας σ’ ένα εφημερεύον νοσοκομείο, σίγουρα πρέπει να έχεις πάρει μαζί μια αλλαξιά ρούχα, ένα μεγάλο παγούρι με καφέ, τάπερ με φαγητό για δυο μέρες και να έχεις οπλιστεί με πολλή υπομονή. Βεβαία και το υγειονομικό προσωπικό, αντίστοιχα, όπως εσύ, παίρνει ένα βασικό μισθό κι είναι ένας για δέκα, οπότε πόσα να κάνει και πόσο να τρέξει, τη στιγμή που υπάρχει τέτοιο χάος κι έλλειψη προσωπικού. Αποτέλεσμα όλων των παραπάνω, εσύ να φτάνεις στο σημείο εκτός από το να τσακώνεσαι, να μην περιθάλπεσαι και κατάλληλα και να παθαίνεις και κόβιντ ενώ πήγες για το σπασμένο σου πόδι. Γεγονός που σε οδηγεί να σκέφτεσαι την ιδιωτική ασφάλεια, πράγμα που φυσικά σε θυμώνει όταν το δημόσιο καταλαβαίνεις ξεκάθαρα πως υποβιβάζεται για να σε οδηγήσει προς τα εκεί. Επίσης, guess what. Δε σου βγαίνει ο μισθός! Ταυτόχρονα, στις περισσότερες χώρες του εξωτερικού, μια που αρρώστησες, μια που πήγες στο γιατρό, μια που ξεμπέρδεψες.

Η αλήθεια είναι πώς όλα τα παραπάνω είναι αρκετά για να σκέφτεσαι ότι εδώ ζεις μια κόλαση και είσαι σ’ έναν φαύλο κύκλο μέσα στην καθημερινότητά σου χωρίς καν να χρειαστεί ν’ αναφερθεί η αντιμετώπιση που αφορούν τα ίδια πράγματα ως προς τους ανθρώπους που είναι ΑΜΕΑ, τις μετακινήσεις εν γένει, τα ΜΜΜ, τον τρόπο που λειτουργεί η χώρα απέναντι στο άδικο, την ομοφοβία που μας διακατέχει, την παιδεία που πάει από το κακό στο χειρότερο. Είναι λοιπόν συχνό το φαινόμενο να αισθάνεται κανείς πως το εξωτερικό είναι η Μέκκα, η γη της Επαγγελίας, η Εδέμ κι όλα αυτά μαζί, αφού έχει ανάγκη να πιστέψει πως κάπου αλλού θα είναι καλύτερα. Είναι ο λόγος που συντηρείται ακόμη και σήμερα το διάσημο αμέρικαν ντριμ, ο λόγος που έφευγαν οι παππούδες μας για να γίνουν εργάτες στη Γερμανία, ο λόγος που ένας πολυτεχνίτης σήμερα θα κάνει αίτηση για να τον πάρουν στην Ολλανδία που ψάχνουν μηχανικούς με το τουφέκι. Κι όταν εν τέλει πας εκεί, σου λείπει ο ήλιος, νιώθεις μοναξιά, τελικά τα λεφτά πάλι δε φτάνουν ή και να φτάνουν λείπει η διάθεση, δουλεύεις όλη μέρα και πάλι ή είσαι από τους τυχερούς που χτίζει μια ζωή καλή, όχι γιατί έξω είναι όλα τέλεια, αλλά γιατί έκανες μια καλή επιλογή κι είχες και λίγη τύχη.

Οπότε, τελικά, κανένα εξωτερικό δε σε σώζει αν δε θέλεις εσύ να σωθείς. Όπως και καμιά Ελλάδα δεν τρώει τα παιδιά της, αν δεν τα παραδώσουμε εμείς στο πιάτο.

Συντάκτης: Ελένη Ιστορίου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου