Κάποια πράγματα στη ζωή δεν τα επιλέγουμε. Είτε γιατί δεν μπήκαν στη διαδικασία να μας ρωτήσουν είτε γιατί και να μας ρωτούσαν δε θα μπορούσαμε να δώσουμε κατάλληλη απάντηση. Θα ρωτούσες ένα δίχρονο τι θέλει φάει χωρίς να περιμένεις να σου πει σοκολάτες και ζελεδάκια;

Κάποιες αποφάσεις δεν είναι εφικτό να παρθούν από τον άμεσο ενδιαφερόμενο. Ένα παιδάκι εννιά μηνών μάλλον μοιάζει ανέφικτο να σου πει πώς θα ‘θελε να το λένε. Στην παιδική ηλικία οι αποφάσεις είναι άμεσα εξαρτώμενες απ’ τους γονείς -από το ντύσιμο, τη σίτιση, το πού θα μείνεις, τη φροντίδα μέχρι το ίδιο σου το όνομα.

Το όνομα είναι κάτι σαν ταυτότητα για τον καθένα, ένα ακόμη στοιχείο που τον κάνει να ξεχωρίζει, ενώ αποτελεί μέσο προσφώνησης που χρησιμοποιούν τρίτοι όταν μας απευθύνονται. Υπάρχει φυσικά και το επώνυμο, όμως λίγες είναι εκείνες οι περιπτώσεις στην καθημερινότητα που θα το προτιμήσει κανείς.

Ειρωνεία τη στιγμή που επιλέγουν κάτι τόσο σημαντικό για σένα, όπως το όνομά σου, η συμμετοχή σου να μην είναι ούτε φιλική. Μπορεί τότε να ήσουν παρών, όμως σίγουρα δεν μπορούσες να εκφέρεις άποψη για το θέμα που οι γονείς σου συζητούσαν. Τι γίνεται όμως όταν αργότερα ανακαλύπτεις πως το όνομα που σου έδωσαν δεν ταιριάζει στην προσωπικότητά σου ή δε σε κολακεύει και τόσο σύμφωνα με τα γούστα σου; Δεν το συμπαθείς, αλλά και τι να κάνεις; Πόσο εύκολο είναι στην πράξη -όχι στα λόγια- να αιτηθείς την αλλαγή του και ξαφνικά να πρέπει να ξανασυστηθείς, να κυκλοφορείς ως κάποιος άλλος; Άσε που η γραφειοκρατία και τα καινούρια έγγραφα υπόσχονται να σου φάνε πολύ χρόνο απ’ τη ζωή σου.

Όταν συνειδητοποιήσεις πως το όνομά σου δε σ’ αρέσει, πιθανότατα θα επιστρατεύσεις όλη την οικογένεια για να διαπιστώσεις ποιος είχε τη φαεινή ιδέα να σε πούνε έτσι. Όχι πως έχει κάποιο νόημα, αφού και να μεσολαβήσει ένα το διάστημα που θα θυμώσεις ή θα γίνεις καυστικός, στο τέλος θα αποδεχτείς πως οι δικοί σου δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι διαφορετικό. Απλώς έτυχε η επιλογή τους να μη σε εκφράζει μακροπρόθεσμα. Πού να το ‘ξεραν οι δόλιοι όταν ήσουν τόσο δα σταλίτσα;

Μια καλή ιδέα για να αλλάξεις το όνομά σου χωρίς να το αλλάξεις είναι να χρησιμοποιήσεις ένα υποκοριστικό ή να το κόψεις με τρόπο που θα σε εξυπηρετεί. Ουσιαστικά να ελαφρύνεις λίγο το «τσίμπημα» που σε πιάνει κάθε φορά που το ακούς. Ίσως στην αρχή οι δικοί σου δυσκολευτούν να το υιοθετήσουν, μιας και έχουν συνηθίσει να σε αποκαλούν διαφορετικά από παιδάκι, όμως αν επιμένεις θα δεις αποτελέσματα. Φυσικά, όσο αγώνα κι αν έχεις δώσει για να συνηθίσει η οικογένεια το νέο υποκοριστικό, πάντα υπάρχει ο κίνδυνος οι γονείς να ξεχαστούν ή να σε φωνάξουν με το βαφτιστικό πάνω στα νεύρα τους. Το χειρότερο βέβαια είναι αυτό να γίνει μπροστά στους νέους φίλους ή στο αμόρε σου που ήλπιζες να μην το θυμούνται καν, μιας και τότε που σε ρώτησαν απάντησες πως το επέλεξαν για να κάνουν κάποιου το χατίρι ή για να ικανοποιήσουν κάποια λόξα.

Φυσικά, όσο κι αν προσπαθείς να κρύψεις το βαφτιστικό σου, ουδέν μένει κρυφό υπό του φως του ήλιου. Όταν ωριμάσει μέσα σου η ιδέα της ύπαρξής του, θα συγχωρέσεις το άτομο που το επέλεξε και θα μπορέσεις να το αγκαλιάσεις, να μην το αφήσεις να σε επηρεάζει ή να σε χαλάει. Δεν είναι τόσο εύκολο όσο μοιάζει ν’ αλλάξεις μια προσφώνηση που σου έδωσαν σε μια ηλικία που δεν μπορούσες ν’ αντιληφθείς τη σημασία της ή την ύπαρξή της. Κι αν θες τόσο να προσπαθήσεις να το κάνεις, ψάξε πρώτα τους λόγους που το βαφτιστικό σου σε χαλάει τόσο, ώστε να θες πάση θυσία να το απομακρύνεις.

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Αλεξάνδρα Τσότσου
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.