Πόσο ενδιαφέρουσα είναι η ζωή σου; Έχεις αναρωτηθεί ποτέ; Τι είναι αυτό που ξεχωρίζει τη δική σου ύπαρξη από όλων των άλλων; Τι είναι αυτό που σε κάνει μοναδικά ιδιαίτερο, αναντικατάστατο, αξιοζήλευτο και θαυμαστό;

Πρόσφατα παρατήρησα πόσο πολύ έχω εξαρτηθεί από το τηλέφωνό μου τα τελευταία χρόνια. Θυμάμαι εκείνες τις εποχές που πήγαινα σχολείο και το ξεχνούσα κάτω απ’ το θρανίο ενώ ερχόταν σαββατοκύριακο. Καρφί δε μου καιγόταν. Τώρα; Τώρα ταράζομαι όταν το έχω αφήσει να φορτίζει στο διπλανό δωμάτιο. Ξοδεύω τα λεφτά μου σε power banks για να του δίνω ατέρμονη ζωή όλη μέρα, κάνω λες κι αν το χάσω θα καταστραφώ. Ξοδεύω κάθε ελεύθερο λεπτό που έχω στην καθημερινότητά μου χαζεύοντάς το, παίζοντας με αυτό, εξερευνώντας το. Αρκεί να ασχολούμαι με αυτό.

Ναι, η αλήθεια είναι πως πολλά είναι αυτά που τρέχουν εκεί μέσα. Φιλίες, φλερτ, δουλειές, εμπνεύσεις. Ολόκληρος ο κόσμος μου συμπυκνωμένος σε μια τόση δα οθόνη, που φωτίζει και γίνεται το δεκανίκι μου για να βγάλω άλλη μια μέρα, για να σπαταλήσω λίγο ακόμα ελεύθερο χρόνο στο κενό.

Κι αν το έχανα; Τι θα γινόταν τότε; Όχι, όχι, δε μιλώ για τη συσκευή. Μιλώ για το παραμύθι. Αν έχανα εκείνο το παραμύθι που λέγεται ίντερνετ, αν το έχανα από προσώπου γης, έστω και για μια μέρα, τι θα συνέβαινε; Το ‘χεις σκεφτεί ποτέ, άραγε; Τι θα έκανες αν για ένα ολόκληρο εικοσιτετράωρο έπεφτε το ίντερνετ παγκοσμίως;

Θα ξυπνούσες ένα όμορφο πρωινό κι εφαρμογές όπως το Facebook, το Instagram και το YouTube δε θα είχαν αξία. Θα ήταν κάτι τετράγωνες ζωγραφιές που θα διακοσμούσαν την ταπετσαρία σου και τίποτ’ άλλο. Τότε θα αναγκαζόσουν να σηκωθείς. Θα αναγκαζόσουν να πας με νεύρα και βαρύ περπάτημα στο μπάνιο, να πλυθείς, να αφουγκραστείς τους ήχους που κάνει το νερό, να κοιτάξεις τον εαυτό σου στον καθρέπτη. Συνηθισμένος όπως είσαι απ’ τη βιασύνη της ζωής, θα έτρεχες ύστερα στην κουζίνα σου για να ετοιμάσεις το πρωινό σου. Μόνο όταν θα καθόσουν να το φας θα καταλάβαινες πόσο χρόνο έχεις στην πραγματικότητα. Τώρα μπορείς να πιάσεις πράγματι κουβέντα με όσους μένουν μαζί σου στο σπίτι, ή μπορείς να κάτσεις και να προσπαθήσεις να θυμηθείς το όνειρο που είδες νωρίτερα, εκείνο που σε γλύκανε ή σε πίκρανε με τον δικό του τρόπο.

Και να που η ώρα κάποτε περνά. Και τώρα; Τι ώρα περνάει το λεωφορείο, ούτε που θυμάσαι. Ντύνεσαι και βγαίνεις στο δρόμο, σήμερα θα πας σχολή. Η συνθήκη που ισχύει για σένα σήμερα ισχύει και για όλους τους άλλους. Ξαφνικά βλέπεις άτομα στη στάση να πιάνουν κουβέντα. Μπαίνεις στην παρέα τους κι εσύ, ρωτώντας σε πόσο φτάνει το λεωφορείο σου και συνειδητοποιείς πως περιμένουν το ίδιο. Ναι, μωρέ, αυτή η κοπέλα πάει στη σχολή σου. Τρίτο έτος κι οι δυο, μα ποτέ δε γνωριστήκατε, αν και τόσα χρόνια περιμένατε πάντα στην ίδια στάση, για να πάτε στο ίδιο μάθημα. Φέρνεις στο μυαλό σου την ανάμνησή της, τις υπόλοιπες μέρες, που φορά ακουστικά και χάνεται στον κόσμο της. Το ίδιο κάνεις κι εσύ.

Η μέρα κυλάει όμορφα, ανώδυνα, μα και βαρετά. Το χέρι σου πάει ασυναίσθητα στην άχρηστη πια συσκευή σου κι εσύ αναρωτιέσαι πώς διάολο ζούσανε τόσα χρόνια πριν χωρίς τα δεδομένα. Το μάθημα στη σχολή, το καλύτερο. Τα παιδιά, δε, εξαιρετικά. Πού να το φανταζόσουν πως υπήρχαν τέτοιοι θησαυροί μέσα σ’ αυτήν την αίθουσα! Ούτε που πέρασε απ’ το μυαλό σου, γιατί ποτέ δεν ασχολήθηκες. Τώρα, όμως, τι άλλο σου έμενε να κάνεις;

Μέχρι το μεσημέρι έχεις ξεχάσει πια την ύπαρξη του κινητού. Το απογευματάκι σε βρίσκει σε μια καφετέρια με άλλους δέκα, να παίζετε τάβλι και να συζητάτε κάτι ωραίο, φιλοσοφικό. Δεν έχετε πια το ίντερνετ ως τη φορητή σας εγκυκλοπαίδεια. Ο καθένας σας προσθέτει και μια του γνώση στην κουβέντα κι όλοι έχετε μαγευτεί από το πόσο πολύ σας έχει συνεπάρει η συζήτηση. Γιατί δεν κάνετε τέτοιες συχνότερα;

Ξαφνικά περνάει απ’ το μυαλό σου το φλερτ σου. Πού να’ ναι τώρα, άραγε; Αχ, να, αν είχες τώρα ίντερνετ, θα τσέκαρες την ιστορία του και κάτι θα γινόταν, κάπως θα λυνόταν το μυστήριο της εξαφάνισής του. Σε πιάνει άγχος, ταραχή. Δύσκολα τα πράγματα χωρίς τον προσωπικό σου κατάσκοπο. Μα μην μπορώντας να κάνεις κάτι, το αφήνεις για λίγο.

Σαν να μην έχεις κανένα άγχος πια, λες και κάποιος σήκωσε ένα τεράστιο βάρος απ’ τους ώμους σου και σε άφησε να αναπνεύσεις. Για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό έχεις την ευκαιρία να παρατηρήσεις τους ανθρώπους γύρω σου. Κάθε ένας κουβαλά και μια ιστορία, κάτι που τον κάνει ξεχωριστό. Όλοι τους, όμως, ζουν στον ίδιο κόσμο, το ίδιο κι εσύ. Είστε άνθρωποι και συνάνθρωποι, μα πρώτη φορά το συνειδητοποιείς. Ξαφνικά προσέχεις πως κανείς τους δε νοιάζεται πόσους ακόλουθους έχεις στα social media, πόσες φωτογραφίες ανέβασες το καλοκαίρι ή τι λέει το status σου στο Facebook για τα προσωπικά σου. Όποιος τυχαίνει να ρίχνει το βλέμμα του επάνω σου, το κάνει επειδή πράγματι σε κοιτάζει. Πράγματι του τράβηξες την προσοχή, επειδή είσαι εσύ, και τώρα δεκάδες πρόσωπα που παλαιότερα γνώριζες μόνο ως usernames και δημοσιεύσεις σου χαμογελούν ζεστά, σε παρασύρουν.

Τώρα σε ξέρουν με το όνομά σου, με την ιστορία σου, με τα κατορθώματα και τις αποτυχίες σου. Σε ξέρουν για το ποιόν σου και γι’ αυτό τους ξέρεις κι εσύ. Κι όταν πια στο τέλος της ημέρας πέφτεις να κοιμηθείς στο κρεβάτι σου, νιώθεις πιο άνθρωπος από ποτέ. Πιο αληθινός από ποτέ. Το κινητό δεν μπαίνει στη φόρτιση, γιατί σκασίλα σου κι αν κλείσει από μπαταρία αύριο. Τη βρήκες την αξία σου, τον βρήκες τον εαυτό σου. Κοίτα να δεις, τελικά δεν κρυβόταν μέσα στον κυβερνοχώρο. Ήταν πάντα μέσα σου.

 

Συντάκτης: Ελευθερία Αντωνοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου