Θα ανοίξω ένα κεφάλαιο που θίγω πολύ σπάνια, μα κάποιος πρέπει να του δώσει επιτέλους τη φωνή που του αξίζει, γιατί με κουράσατε. Με κουράσατε γιατί μιλάτε πολύ και πράττετε λίγο. Γιατί ξέρετε πολύ καλά να κουνάτε καταφατικά το κεφάλι, δήθεν συμφωνώντας, όταν μιλούν γύρω σας για τέτοια θέματα, μα όταν βρίσκεστε μπροστά στο περιστατικό σιωπάτε, ή ακόμα χειρότερα το προκαλείτε -άθελά σας ή μη.

Όλα για σας είναι μια τεράστια πλάκα. Ένα μεγάλο ανέκδοτο για να περνάει η ώρα. Βαριόμαστε να μπούμε στη θέση του διπλανού και αρκούμαστε στο να ακούμε ιστορίες που απ’ το ένα αφτί μπαίνουν κι απ’ το άλλο βγαίνουν. Τέτοιοι είμαστε.

Ακούμε για παιδιά που τα σημάδεψαν με στόματα και χέρια οι συμμαθητές τους, που τα έκαναν να σιχαθούν τον εαυτό που ακόμα δεν πρόλαβαν να γνωρίσουν. Ακούμε για παιδιά που βρέθηκαν ένα βήμα πριν -ή ακόμα και μετά- την αυτοκτονία- παιδιά. Ακούμε για μεγάλους με τόσο μεγάλα τραύματα που αδυνατούν να εμπιστευτούν τους γύρω τους ή αγνοούν πώς να αγαπήσουν τον εαυτό τους. Ακούμε, ακούμε, ακούμε. Μα ούτε μιλάμε ούτε πράττουμε. Τέτοιοι είμαστε.

Κι αν εσύ είσαι ένα τέτοιο παιδί; Ένα τέτοιο άτομο; Αν, ακόμα χειρότερα, το παιδί σου βρεθεί σε μια τέτοια θέση; Τι θα πεις; Πως φταίει η κοινωνία και το κράτος και οι άλλοι οι γονείς; Πως εσύ δεν έκανες τίποτα λάθος και πως όλα σ’ αυτόν τον κόσμο είναι σκάρτα; Ναι, είναι, και; Η διαπίστωσή σου δεν αλλάζει τίποτα, φιλαράκι, συγγνώμη που στο χαλάω.

Ναι, ήμουν κι εγώ τέτοιο παιδί, γι’ αυτό εξάπτομαι. Γιατί κουράστηκα να βλέπω τα πράγματα να πηγαίνουν απ’ το κακό στο χειρότερο. Εγώ τα κατάφερα να τα βρω με τον εαυτό μου, κατάφερα να τον εκτιμήσω και να τον αγαπήσω, όταν όλοι μου έλεγαν πως είμαι ένα λάθος που πρέπει να αφανιστεί. Μα δεν είμαστε όλοι το ίδιο. Και δεν ανέχομαι άλλο αυτήν την κατάσταση που διαιωνίζεται χωρίς κανένα εμπόδιο. Δε θα ‘πρεπε να την ανέχεσαι ούτε εσύ.

Κάποτε έλεγαν πως ο κόσμος χωρίζεται σε θύτες και θύματα. Έλεγαν πως και οι θύτες έχουν ψυχή -κάτι σαν τους παντρεμένους-, λες και αυτό θα έκανε καλύτερη τη θέση τους. Και τα θύματα πονούν, μα δεν ξεσπούν σε άλλους. Δεν υποτιμούν, δε βρίζουν, δε χτυπούν. Μόνο χάνονται μες τη μαυρίλα τους και περιμένουν να δουν μια άσπρη μέρα, η οποία μπορεί να μην έρθει και ποτέ. Περιμένουν μόνα τους να βρουν τη δύναμη να αλλάξουν την κατάσταση στην οποία ζουν, να αποφύγουν τους θύτες που τα κυνηγούν και να ελευθερωθούν. Μα οι θύτες μένουν ίδιοι. Σήμερα κοροϊδεύουν ένα παιδάκι με στραβά δόντια στο σχολείο, αύριο θα κοροϊδεύουν ένα παιδί με σπυράκια στο πανεπιστήμιο, κι ύστερα θα κοροϊδεύουν το φτωχότερο ή τον πιο χοντρό στη δουλειά. Πάντα θα πηγαίνουν, όμως, σε αυτόν που ξέρουν ότι τους παίρνει. Εκεί φαίνεται το θάρρος τους!

Μα αυτό που με εξοργίζει περισσότερο απ’ όλα είναι η δικαιολογία που χρησιμοποιούν. «Το κάναμε στην πλάκα», λένε, και το πιστεύουνε! Γελούν και περνούν καλά με πράγματα ανήθικα και τιποτένια. Βάζουν φωτιά σε ψυχές και σώματα και το διασκεδάζουν! Πόσο διεστραμμένοι, Θεέ μου!

«Έλα, ρε, δεν το ‘πα στα σοβαρά, σόρρυ», άκουσα κάποτε. «Ρε μην τα παίρνεις όλα της μετρητοίς», είπε κάποιος άλλος. «Χαζομάρες λέμε για να περνάει η ώρα». Ότι τι; Θα με προσβάλλεις, θα με κάνεις να νιώσω σαν σκουπίδι και μετά θα περιμένεις να σου πω και «μπράβο» για το χιούμορ σου; Έτσι σου ‘πανε πως δουλεύει ο κόσμος; Αμ δε!

Γιατί όλα αυτά που λες, εμένα τα ακούει η ψυχούλα μου και πονάει. Γιατί όταν τα επαναλαμβάνεις κάθε μέρα για χρόνια -γιατί έτσι γίνεται συνήθως-, αρχίζω να πιστεύω πως είναι αληθινά, κι όχι μια πλάκα που κάνεις για να περνάει ο χρόνος μας. Αρχίζω και βλέπω τις ατέλειες για τις οποίες με κοροϊδεύεις στον καθρέπτη και μου ‘ρχεται να τον σπάσω! Μου ‘ρχεται να φύγω, να πάψω να υπάρχω σε αυτόν τον κόσμο, τόσο «λάθος» που είμαι. «Ίσως αυτό να είναι το καλύτερο».

Ναι, το έχω πει αυτό για τον εαυτό μου. Κι άλλα παιδιά το έχουν πει σίγουρα. Όλα εκείνα τα παιδιά που στέκονται ανήμπορα ανάμεσα στα άλλα, δέχονται τις δήθεν πλάκες τους και σκύβουν το κεφάλι, από ευγένεια και φόβο. Δεν είναι μετρημένα στα δάχτυλα αυτά τα παιδιά, αυτό είναι το ανησυχητικό. Και κάθε «πλακίτσα» που κάνουν οι γύρω τους χαράζεται για πάντα στα αγνά σωματάκια τους. Ποτέ δε φεύγει, ποτέ δεν ξεπλένεται.

Και τι κάνουμε γι’ αυτό; Μιλάμε. Το λέμε ξανά και ξανά, μπας και το εμπεδώσουμε. Κάνουμε «ημερίδες bullying» και ενημερώνουμε τον κόσμο για τα «συμπτώματα» και τις «επιπτώσεις» του στον κόσμο. Και; Είδε κανείς τίποτα να αλλάζει; Γιατί εγώ μόνο προς το χειρότερο μας βλέπω να πηγαίνουμε.

«Και τι να κάνουμε;», ρωτάς. Θα στο πω, δεν είναι δύσκολο, το φωνάζω εδώ και ώρες. Να πράξουμε! Να το σταματήσουμε, να αντιδράσουμε! Να μη μείνουμε άπραγοι, να μην το παραβλέψουμε! Να συνειδητοποιήσουμε αν είμαστε κι εμείς οι ίδιοι αυτοί που το κάνουνε! Να μην αφήσουμε άλλη μέρα να περάσει με παιδιά που κλαίνε ή παιδιά που μισούν τον εαυτό τους. Να μην αφήσουμε άλλη γενιά να μεγαλώσει με ανθρώπους που δεν εκτιμούν ποιοι είναι, εξαιτίας όσων τους μείωναν στο παρελθόν -ή και στο παρόν τους. Να μην πάψουμε να αναλαμβάνουμε δράση εναντίον της κοροϊδίας και του εκφοβισμού και της βίας κάθε είδους. Να μην περιμένουμε απ’ τους άλλους να κάνουν την αλλαγή, αλλά να την κάνουμε πρώτοι εμείς. Να μάθουμε να βλέπουμε τα θετικά των άλλων, κι όχι τα αρνητικά τους, κι αν καιγόμαστε τόσο να τους πούμε μια κουβέντα, αυτή να είναι καλή, να ‘χει σκοπό να τους τονώσει το ηθικό.

Δεν είναι δύσκολο. Είναι απαραίτητο.

Και κάτι τελευταίο. Δεν είναι αστείο να «θάβεις» ή να «κράζεις» ή να τονίζεις τα ελαττώματα κάποιου «για το καλό του». Δεν είναι αποδεχτό, δεν είναι ανεχτό. Κι αν δεν πιστεύεις εμένα, περίμενε και θα πιστέψεις σε λίγο καιρό το κάρμα σου.

Συντάκτης: Ελευθερία Αντωνοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.