Πήγαινε μια μέρα θάλασσα, τότε που θα ‘ναι αγριεμένη και παρατήρησέ την. Χάζεψε τα κύματα καθώς θα θρυμματίζονται πάνω στους βράχους, λερώνοντάς τους με αλάτι και νερό. Κοίτα τον κατάλευκο αφρό που θα χαϊδεύει την επιφάνειά της, παίζοντας με την αντανάκλαση του ουρανού. Ούτε για μια στιγμή δε μένει ακίνητη η θάλασσα.

Μια στιγμή. Πόσα μπορεί να κρύβει; Πόσο δύσκολο πρέπει να είναι να την πιάσει κάποιος; Να την παγιδέψει; Τίποτα στο σύμπαν δε σταματά να κινείται, έστω και προσωρινά. Μια στιγμή μπορεί στο μυαλό σου να έχει τη μορφή ενός δευτερόλεπτου ή ολόκληρου αιώνα. Μα όλα τρέχουν ακατάπαυστα κι όσο κι αν προσπαθήσεις ποτέ δε θα κατορθώσεις να τα ακινητοποιήσεις.

Για πολλά χρόνια οι άνθρωποι προσπαθούσαν να βρουν τι στο καλό είναι η στιγμή και πώς κανείς μπορεί να την αποκτήσει. Μια στιγμή ευτυχίας, μια στιγμή έρωτα, μια στιγμή επιτυχίας. Συναισθήματα γεννιούνται από καταστάσεις πελώριες κι όμως χάνονται σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα. Ποτέ κανείς δεν μπόρεσε να τα κρατήσει για παραπάνω.

Κάποιοι προσπάθησαν ν’ απαθανατίσουν τις αγαπημένες τους στιγμές σε φωτογραφίες. Βρήκαν ένα μαγικό τρόπο να παγιδεύσουν χρώματα και σχήματα μ’ έναν φακό, να τα κάνουν εικόνες. Στιγμές που μετέτρεψαν σε pixel και έγιναν αθάνατες, που απέκτησαν μια θέση στον αχανή βωμό του κυβερνοχώρου ή ξέμειναν σε κάποιο άλμπουμ ή συρτάρι. Μα και πάλι, τα συναισθήματα θολώνουν με τον καιρό. Εξαφανίζονται, χάνονται, ξεθωριάζουν. Πώς θα τα φέρουμε πίσω;

Οι φωτογραφίες έγιναν βίντεο και τα βίντεο έμοιαζαν να έχουν περισσότερη μαγεία. Σε αυτά μπορούσε κανείς να παγιδέψει την αγριεμένη θάλασσα, την ανατολή, τη δύση, τη γέννηση, τα πάντα. Μα είχε πια χάσει τη στιγμή. Κάθε βίντεο έκρυβε πολλές στιγμές και πώς θα κατάφερνε ο άνθρωπος να κρατήσει ζωντανή εκείνη τη μία και όλα όσα του προσέφερε;

Ο άνθρωπος ξέχασε πως ό,τι κι αν έφτιαχνε, ό,τι κι αν κατασκεύαζε με τα χέρια του και το μυαλό του, ήταν εντελώς αδύναμο μπροστά στη φύση και τις δυνάμεις της. Ξέχασε, ακόμα, πως τον χρόνο, τις στιγμές, τα κατασκεύασε ο ίδιος για δική του διευκόλυνση. Αντί, λοιπόν, ν’ αφήσει τη φύση να νικήσει το δημιούργημά του, προσπάθησε να το κάνει μόνος του, αγνοώντας τις ήδη λυμένες απαντήσεις που του προσέφερε τόσο απλόχερα η Μητέρα του.

Όλες οι φωτογραφίες, τα βίντεο, αυτά που είχε ανακαλύψει στην προσπάθειά του να κρατήσει το παρελθόν ζωντανό στο παρόν και το μέλλον του, τα είχε εμπνευστεί απ’ τον ίδιο τον εαυτό του. Απ’ τις σκέψεις του, τις αναμνήσεις του, το μυαλό του. Ούτε μια στιγμή δεν εκτίμησε το γεγονός πως μπορούσε πάντοτε να φέρει στο μυαλό του ο ίδιος κάθε αξιομνημόνευτη στιγμή, νιώθοντας τα ίδια συναισθήματα με τότε που την έζησε. Μπορούσε να παίζει σε επανάληψη όλες τις ταινίες που είχε φτιάξει με τις αναμνήσεις του όσες φορές ήθελε, ακόμα και στον ύπνο του. Κάθε όνειρό του είχε γίνει πραγματικότητα, μόνο που εκείνος το περίμενε στο μέλλον του κι αυτό είχε γίνει στο παρελθόν.

Ήταν η ματαιοδοξία που τον ώθησε να θέλει να κάνει τη σκέψη του ύλη, να την κρατήσει στα χέρια του και να της αφαιρέσει κάθε μαγεία που είχε όταν βρισκόταν στο κεφάλι του. Ήταν η ίδια ματαιοδοξία που τον είχε κάνει να θέλει να δείξει τις σκέψεις και τις αναμνήσεις του και στον υπόλοιπο κόσμο. Τώρα πια το όλο ζήτημα είχε μεταβληθεί σε έναν διαγωνισμό του ποιος έχει ζήσει τις «καλύτερες» στιγμές και ποιος τις είχε απαθανατίσει καλύτερα. Αυτός ο άνθρωπος ήταν που έπεισε με υπερβολική ευκολία τον εαυτό του πως η πραγματική εξέλιξη ήταν το να ζήσει μια αξιοθαύμαστη -απ’ τους άλλους- ζωή, γεμάτη στιγμές που οι συνάνθρωποί του θα ζηλεύουν. Μάθαινε όχι για να μάθει, αλλά για να το πει, ομορφαίνει όχι για τον εαυτό του, αλλά για να το δείξει, έμπαινε σε σχέσεις όχι γιατί το απολάμβανε, αλλά για να το διαδώσει.

Κι όταν τελικά έμενε άδειος κοιτώντας τις στιγμές που μόνος του είχε χτίσει δήθεν για να ευτυχήσει, κατάλαβε πως είχε παγιδέψει όλες τις λάθος στιγμές στο μικρό φιλμάκι του. Θυμόταν πόση εντύπωση είχε κάνει, θυμόταν τι γνώμες είχαν σχηματίσει οι άλλοι, τι φήμη είχε αποκτήσει, πόσα χρήματα, ποιες επιτυχίες. Στα μάτια του κόσμου ήταν σίγουρα ευτυχισμένος. Στην πραγματικότητα, όμως; Ίσως τελικά και να προτιμούσε να βουτήξει σε μια άγρια θάλασσα για να θυμηθεί πώς μοιάζουν τα αληθινά συναισθήματα.

Συντάκτης: Ελευθερία Αντωνοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.